Cosechar είναι ρήμα.
[ko.seˈt͡ʃaɾ]
Η λέξη cosechar αναφέρεται στη διαδικασία της συγκομιδής καλλιεργειών ή καρπών από το χωράφι. Χρησιμοποιείται κυρίως στους τομείς της γεωργίας και της οικονομίας, όπου η διαδικασία είναι κρίσιμη για την παραγωγή τροφίμων και άλλων προϊόντων. Είναι μια συχνά χρησιμοποιούμενη λέξη σε γραπτό και προφορικό λόγο, κυρίως στις εποχές συγκομιδής.
Οι αγρότες πρέπει να συγκομίζουν τα φρούτα στην κατάλληλη στιγμή.
Este año hemos cosechado más arroz que nunca.
Φέτος έχουμε συγκομίσει περισσότερο ρύζι από ποτέ.
Cosechar a tiempo garantiza la calidad de los productos.
Η λέξη cosechar ενσωματώνεται σε πολλές ιδιωματικές φράσεις, ιδίως σχετικές με τις συνέπειες των πράξεων.
Αυτή η έκφραση αναφέρεται στην ιδέα ότι οι δράσεις μας έχουν συνέπειες, καλές ή κακές.
Cosechar buenos frutos.
Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι οι προσπάθειες αποδίδουν θετικά αποτελέσματα.
Cosechar críticas.
Η λέξη cosechar προέρχεται από το λατινικό coaequī που σημαίνει "συλλέγω" και συνδέεται με τη δραστηριότητα της συγκομιδής.
Συνώνυμα: - Recoger (μαζεύω) - Recolectar (συλλέγω)
Αντώνυμα: - Desperdiciar (σπαταλώ) - Abandonar (παρατάω)