Το "cosido" είναι ουσιαστικό και επίθετο στην ισπανική γλώσσα.
Η φωνητική μεταγραφή του "cosido" στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι: /koˈsiðo/.
Η λέξη "cosido" προέρχεται από το ρήμα "coser", το οποίο σημαίνει "ράβω" ή "μαγειρεύω". Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει τροφές που έχουν μαγειρευτεί ή τρόφιμα που έχουν υποστεί τη διαδικασία του μαγειρέματος, ιδίως σε σούπες και μαγειρευτά πιάτα.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης "cosido" είναι αρκετά υψηλή, κυρίως σε γαστρονομικά και ιατρικά συμφραζόμενα. Συνήθως χρησιμοποιείται περισσότερο στον προφορικό λόγο, ειδικά σε περιστάσεις που αφορούν το φαγητό ή σε συνταγές.
"El cosido madrileño es un plato típico de Madrid."
(Ο μαγειρεμένος Μαδρίτης είναι ένα τυπικό πιάτο της Μαδρίτης.)
"Voy a preparar un cosido de carne para la cena."
(Θα φτιάξω ένα μαγειρεμένο κρέας για το δείπνο.)
Η λέξη "cosido" χρησιμοποιείται σε κάποιες ιδιωματικές φράσεις:
"No era todo cosido"
(Δεν ήταν όλα μαγειρεμένα - σημαίνει ότι κάτι δεν είναι ολοκληρωμένο ή έτοιμο.)
"Estar más cosido que un costurero"
(Να είσαι πιο ραμμένος από ένα ραφτάδικο - σημαίνει ότι κάποιος έχει πάρει πολύ το χρόνο του να τακτοποιήσει ή να οργανώσει κάτι.)
"Cosido a fuego lento"
(Μαγειρεμένος σε χαμηλή φωτιά - αναφέρεται σε κάτι που ετοιμάζεται σιγά-σιγά, με προσοχή.)
Η λέξη "cosido" προέρχεται από το ρήμα "coser", το οποίο έχει τις ρίζες του στα Λατινικά "consuēre", που σημαίνει "για να ράψει" ή "να μαγειρέψει".
Συνώνυμα: - Cocido (μαγειρεμένος) - Guisado (μαγειρεμένο)
Αντώνυμα: - Crudo (ωμό) - Sin cocinar (άψητο)
Αυτή η ανάλυση του όρου "cosido" αποτυπώνει τη γλωσσική, πολιτιστική και γαστρονομική του σημασία στην ισπανική γλώσσα.