cosmopolita είναι ουσιαστικό και επίθετο.
Φωνητική μεταγραφή: /kozmoˈpolita/
Η λέξη cosmopolita αναφέρεται σε άτομα που θεωρούν τον εαυτό τους πολίτες του κόσμου, με ανοικτό μυαλό, και συνήθως συνδέονται με πολλές πολιτισμικές παραδόσεις. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει άτομα ή μέρη που έχουν διεθνείς επιρροές και πολυπολιτισμικό χαρακτήρα. Η χρήση της είναι αρκετά συχνή και παρατηρείται περισσότερο σε γραπτό κείμενο, αλλά εμφανίζεται και σε προφορικό λόγο.
Αυτή είναι μια πολύ κοσμοπολίτικη προσωπικότητα.
La ciudad tiene un ambiente cosmopolita.
Η πόλη έχει μια κοσμοπολίτικη ατμόσφαιρα.
El restaurante ofrece una experiencia cosmopolita.
Η λέξη cosmopolita χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με την ιδέα του πολυπολιτισμικού χαρακτήρα:
Να ζεις σε ένα κοσμοπολίτικο περιβάλλον.
Tener una perspectiva cosmopolita.
Να έχεις μια κοσμοπολίτικη προοπτική.
Sentirme cosmopolita en cada viaje.
Να νιώθω κοσμοπολίτης σε κάθε ταξίδι.
La música tiene un toque cosmopolita.
Η μουσική έχει μια κοσμοπολίτικη χροιά.
Estilo de vida cosmopolita.
Κοσμοπολίτικος τρόπος ζωής.
Riqueza cosmopolita de culturas.
Κοσμοπολίτικος πλούτος πολιτισμών.
Una ciudad cosmopolita llena de posibilidades.
Μια κοσμοπολίτικη πόλη γεμάτη δυνατότητες.
Los eventos cosmopolitas atraen a gente diversa.
Η λέξη cosmopolita προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό “κόσμος” (κόσμος) που σημαίνει «κόσμο» και «πολίτης» (πολίτης), υπονοώντας κάποιον που είναι πολίτης του κόσμου.
Συνώνυμα: - πολυπολιτισμικός - διεθνής
Αντώνυμα: - τοπικός - περιορισμένος