Η λέξη "costas" είναι ουσιαστικό στον πληθυντικό.
/cos.tas/
Η λέξη "costas" αναφέρεται συνήθως σε "κόστος". Με τη λέξη αυτή εννοούμε τη χρηματική αξία ή την τιμή που συσχετίζεται με την παραγωγή ή τη λήψη ενός αγαθού ή υπηρεσίας. Χρησιμοποιείται συχνά στους τομείς των οικονομικών και της νομικής επιστήμης.
Η λέξη "costas" χρησιμοποιείται κυρίαρχα σε γραπτό πλαίσιο, αν και εμφανίζεται και στον προφορικό λόγο. Η συχνότητα χρήσης της είναι μέτρια έως υψηλή σε οικονομικά και νομικά κείμενα.
Las costas del juicio fueron muy altas.
(Το κόστος της δίκης ήταν πολύ υψηλό.)
Es importante calcular las costas antes de iniciar el proyecto.
(Είναι σημαντικό να υπολογίσουμε το κόστος πριν ξεκινήσουμε το έργο.)
Η λέξη "costas" εμφανίζεται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις, κυρίως σχετικές με νομικά ή οικονομικά θέματα.
Αυτό αναφέρεται στην υποχρέωση κάποιου να πληρώσει τα νομικά έξοδα της δίκης.
Las costas judiciales son un factor a considerar.
(Τα δικαστικά έξοδα είναι ένας παράγοντας που πρέπει να ληφθεί υπόψη.)
Χρησιμοποιείται για να δηλώσει τη σημασία των έξοδων σε νομικές διαδικασίες.
Hay que tener en cuenta las costas adicionales.
(Πρέπει να λάβεις υπόψη τα επιπλέον έξοδα.)
Η λέξη "costas" προέρχεται από το λατινικό "costas", που σημαίνει "κόστος". Συνδέεται άμεσα με την έννοια της τιμής των αγαθών και υπηρεσιών.