costo - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

costo (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "costo" είναι ουσιαστικό.

Φωνητική μετα transcription

Η φωνητική μεταγραφή στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι [ˈkosto].

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "costo" χρησιμοποιείται για να περιγράψει την ποσότητα χρημάτων ή πόρων που απαιτούνται για την απόκτηση ενός αγαθού ή την παροχή μιας υπηρεσίας. Είναι ευρέως χρησιμοποιούμενη στη γλώσσα των οικονομικών και των λογιστικών, καθώς και σε νομικά κείμενα που σχετίζονται με οικονομικές υποχρεώσεις.

Η λέξη "costo" χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό λόγο όσο και στο γραπτό κείμενο, με σχετική συχνότητα και στα δύο. Ωστόσο, μπορεί να παρατηρηθεί ότι είναι πιο συχνά σε επαγγελματικά και ακαδημαϊκά κείμενα.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. El costo de la vivienda ha aumentado en los últimos años.
    Το κόστος της κατοικίας έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια.

  2. Es importante conocer el costo antes de invertir en un negocio.
    Είναι σημαντικό να γνωρίζουμε το κόστος πριν επενδύσουμε σε μια επιχείρηση.

  3. El costo de producción es un factor clave para el éxito de la empresa.
    Το κόστος παραγωγής είναι ένας καθοριστικός παράγοντας για την επιτυχία της επιχείρησης.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Στην ισπανική γλώσσα, το "costo" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις και προτάσεις:

  1. A costo cero
    Χωρίς κόστος
    Ejemplo: La organización realizó el evento a costo cero.
    Η οργάνωση πραγματοποίησε την εκδήλωση χωρίς κόστος.

  2. Costo de oportunidad
    Κόστος ευκαιρίας
    Ejemplo: Siempre hay un costo de oportunidad al tomar decisiones financieras.
    Πάντα υπάρχει κόστος ευκαιρίας όταν λαμβάνονται χρηματοοικονομικές αποφάσεις.

  3. Cargar con el costo
    Φέρνω το κόστος
    Ejemplo: La empresa tuvo que cargar con el costo de los daños.
    Η επιχείρηση έπρεπε να αναλάβει το κόστος των ζημιών.

  4. Aumentar el costo
    Αύξηση του κόστους
    Ejemplo: La inflación puede aumentar el costo de vida.
    Ο πληθωρισμός μπορεί να αυξήσει το κόστος ζωής.

  5. Cernir el costo
    Διαχωρισμός του κόστους
    Ejemplo: Es necesario cernir el costo de cada proyecto antes de hacerlo.
    Είναι απαραίτητο να διαχωριστεί το κόστος κάθε έργου πριν από την εκτέλεσή του.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "costo" προέρχεται από το λατινικό "costus", που σημαίνει "κόστος" ή "τιμή". Αυτή η προέλευση αναδεικνύει τη σχέση της έννοιας με την οικονομία και τις χρηματοοικονομικές συναλλαγές.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - costo (τιμή) - gasto (έξοδο)

Αντώνυμα: - beneficio (όφελος) - ingreso (έσοδο)



22-07-2024