Η λέξη "costos" είναι ουσιαστικό στον πληθυντικό (plural) και προέρχεται από το θηλυκό ουσιαστικό "costo" (κόστος).
[ˈkostos]
Η λέξη "costos" αναφέρεται σε ποσά χρημάτων που απαιτούνται για την παραγωγή αγαθών ή υπηρεσιών, ή είναι απαραίτητα για την πραγματοποίηση κάποιας ενέργειας. Συνήθως χρησιμοποιείται σε οικονομικά και επιχειρηματικά συμφραζόμενα. Η συχνότητα χρήσης είναι αρκετά υψηλή, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αλλά περισσότερο σε γραπτές αναφορές και αναλύσεις.
Los costos de producción han aumentado este año.
Τα έξοδα παραγωγής έχουν αυξηθεί φέτος.
Es importante calcular todos los costos antes de iniciar un negocio.
Είναι σημαντικό να υπολογίσετε όλα τα κόστη πριν ξεκινήσετε μια επιχείρηση.
Η λέξη "costos" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά. Ακολουθούν μερικές:
La empresa decidió aumentar los costos de sus productos.
Η εταιρεία αποφάσισε να αυξήσει τα κόστη των προϊόντων της.
"Reducir costos"
Estamos buscando maneras de reducir costos en la producción.
Ψάχνουμε τρόπους να μειώσουμε τα έξοδα στην παραγωγή.
"Costos ocultos"
Debes tener en cuenta los costos ocultos de este proyecto.
Πρέπει να λάβεις υπόψη τα κρυφά έξοδα αυτού του έργου.
"Costos fijos"
Η λέξη προέρχεται από το λατινικό "costus", που σημαίνει "κόστος" ή "τιμή".
Αυτές οι πληροφορίες συνθέτουν μια ολοκληρωμένη κατανόηση της λέξης "costos" στη γλώσσα των Ισπανικών.