Η λέξη "costra" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
/fos.ˈtɾa/
Η λέξη "costra" αναφέρεται συνήθως σε μια σκληρή ή ξηρή επιφάνεια που σχηματίζεται πάνω από μια πληγή ή άλλη φλεγμονώδη περιοχή του δέρματος. Στον ιατρικό τομέα, αυτή η λέξη μπορεί να περιγράψει τα πράγματα που προκύπτουν από μια αναγέννηση του δέρματος ή μια συσσώρευση πύου.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι μέτρια, και χρησιμοποιείται περισσότερο στο προφορικό λόγο σε συγκεκριμένα συμφραζόμενα, όπως συζητήσεις σχετικά με πληγές ή δερματολογικά θέματα.
La costra en la herida comenzó a caerse.
(Η κρούστα στην πληγή άρχισε να πέφτει.)
Mi hermano tiene una costra en la rodilla por caer de la bicicleta.
(Ο αδερφός μου έχει μια κρούστα στο γόνατο από την πτώση της ποδηλάτου.)
Η λέξη "costra" δεν είναι ευρέως διαδεδομένη σε πολλές ιδιομορφίες, όμως μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε κάποιες εκφράσεις που σχετίζονται με πληγές ή σωματική κακώσεις:
"Hacer costra" (Θα γίνει κρούστα) - Σημαίνει ότι θα επουλωθεί μια πληγή με την πάροδο του χρόνου.
(La herida no está infectada, va a hacer costra pronto.)
(Η πληγή δεν είναι μολυσμένη, θα γίνει κρούστα σύντομα.)
"Quitar la costra" (Να αφαιρεθεί η κρούστα) - Αυτό μπορεί να αναφέρεται στην αφαίρεση μιας κρούστας από μια πληγή, πράγμα που δεν είναι πάντα συνιστώμενο.
(No debes quitar la costra antes de que esté completamente curada.)
(Δεν πρέπει να αφαιρέσεις την κρούστα πριν είναι τελείως επουλωμένη.)
Η "costra" προέρχεται από το λατινικό "cŏstra" που σημαίνει "περίβλημα" ή "φλούδα".
Συνώνυμα:
- "corteza" (φλούδα)
- "cascarón" (κρούστα, κελύφος)
Αντώνυμα:
- "fluyo" (ροή)
- "abierto" (ανοιχτό)
Αυτές οι πληροφορίες καλύπτουν τη λέξη "costra" μέσα σε διαφορετικά συμφραζόμενα, όπως ζητήθηκε.