Costumbre είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
[kosˈtum.bɾe]
Η λέξη costumbre αναφέρεται σε μια συνήθεια, έθιμο ή σχετική με τον πολιτισμό πρακτική που υιοθετείται από ένα άτομο ή μια κοινωνία και μεταβιβάζεται από γενιά σε γενιά. Χρησιμοποιείται ευρέως σε καθημερινές συνομιλίες και γραπτό λόγο.
Η συχνότητα χρήσης της είναι αρκετά υψηλή, κυρίως στον προφορικό λόγο, αλλά συναντάται και σε γραπτά κείμενα, καθώς αναφέρεται σε παραδόσεις και πολιτιστικές πρακτικές.
Η συνήθεια να γιορτάζεται το Νέο Έτος με βεγγαλικά είναι πολύ δημοφιλής.
Es una costumbre en nuestra familia comer juntos los domingos.
Η λέξη costumbre χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις:
Μετάφραση: "Πηγαίνω στο γυμναστήριο καθημερινά από συνήθεια."
Costumbre arraigada
Μετάφραση: "Η ριζωμένη συνήθεια των εθνικών εορτών γιορτάζεται με ενθουσιασμό."
Costumbre de ocio
Η λέξη costumbre προέρχεται από το λατινικό consuetudinem, το οποίο σημαίνει "συνήθεια" ή "δημιουργία συνήθειας".
Συνώνυμα: - Tradición (παράδοση) - Hábito (συνήθεια)
Αντώνυμα: - Innovación (καινοτομία) - Excepción (εξαίρεση)