costumbre - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

costumbre (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Costumbre είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.

Φωνητική μεταγραφή

[kosˈtum.bɾe]

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη costumbre αναφέρεται σε μια συνήθεια, έθιμο ή σχετική με τον πολιτισμό πρακτική που υιοθετείται από ένα άτομο ή μια κοινωνία και μεταβιβάζεται από γενιά σε γενιά. Χρησιμοποιείται ευρέως σε καθημερινές συνομιλίες και γραπτό λόγο.

Η συχνότητα χρήσης της είναι αρκετά υψηλή, κυρίως στον προφορικό λόγο, αλλά συναντάται και σε γραπτά κείμενα, καθώς αναφέρεται σε παραδόσεις και πολιτιστικές πρακτικές.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. La costumbre de celebrar el Año Nuevo con fuegos artificiales es muy popular.
  2. Η συνήθεια να γιορτάζεται το Νέο Έτος με βεγγαλικά είναι πολύ δημοφιλής.

  3. Es una costumbre en nuestra familia comer juntos los domingos.

  4. Είναι μια συνήθεια στην οικογένειά μας να τρώμε μαζί τις Κυριακές.

Ιδιαίτερες εκφράσεις με τη λέξη "costumbre"

Η λέξη costumbre χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις:

  1. Hacer algo por costumbre
  2. Γίνομαι κάτι από συνήθεια.
  3. Εξήγηση: Αναφέρεται σε πράξεις που γίνονται χωρίς να σκεφτόμαστε, απλώς επειδή αποτελούν μέρος της ρουτίνας μας.
  4. Ejemplo: "Voy al gimnasio todos los días por costumbre."
  5. Μετάφραση: "Πηγαίνω στο γυμναστήριο καθημερινά από συνήθεια."

  6. Costumbre arraigada

  7. Ριζωμένη συνήθεια.
  8. Εξήγηση: Αναφέρεται σε παραδόσεις ή συνήθειες που έχουν βαθιές ρίζες στην κουλτούρα ή την κοινωνία.
  9. Ejemplo: "La costumbre arraigada de las fiestas patrias se celebra con entusiasmo."
  10. Μετάφραση: "Η ριζωμένη συνήθεια των εθνικών εορτών γιορτάζεται με ενθουσιασμό."

  11. Costumbre de ocio

  12. Συνήθεια αναψυχής.
  13. Εξήγηση: Αναφέρεται σε συνήθειες που σχετίζονται με τον ελεύθερο χρόνο και την ψυχαγωγία.
  14. Ejemplo: "Leer es una costumbre de ocio que disfruto mucho."
  15. Μετάφραση: "Το διάβασμα είναι μια συνήθεια αναψυχής που πολύ απολαμβάνω."

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη costumbre προέρχεται από το λατινικό consuetudinem, το οποίο σημαίνει "συνήθεια" ή "δημιουργία συνήθειας".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Tradición (παράδοση) - Hábito (συνήθεια)

Αντώνυμα: - Innovación (καινοτομία) - Excepción (εξαίρεση)



22-07-2024