Costumbrista είναι ουσιαστικό που μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως επίθετο στην ισπανική γλώσσα.
/kos.tumˈbɾis.ta/
Η λέξη costumbrista αναφέρεται σε κάτι που σχετίζεται με έθιμα, παραδόσεις ή συνήθειες ενός συγκεκριμένου πολιτισμού ή κοινωνίας. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει λογοτεχνικά έργα που εξερευνούν ή αναπαριστούν τις καθημερινές συνήθειες και τις παραδόσεις ενός συγκεκριμένου λαού ή τόπου. Στην ισπανική γλώσσα, αυτή η λέξη χρησιμοποιείται κυρίως στον γραπτό λόγο και σε λογοτεχνικές αναλύσεις.
Το έργο του λαογράφου αντικατοπτρίζει τις παραδόσεις του λαού.
Los autores costumbristas capturan la esencia de la vida cotidiana.
Η λέξη costumbrista δεν είναι συχνά μέρος πλήθους ιδιωματικών εκφράσεων όπως άλλες λέξεις, αλλά η έννοιά της χρησιμοποιείται σε κάποιες φράσεις για να τονίσει τη σημασία των εθίμων στην κοινωνία. Ακολουθούν κάποιες σχετικές προτάσεις:
Η λαογραφική τέχνη μας διδάσκει να εκτιμούμε τις ρίζες μας.
Los relatos costumbristas son un tesoro cultural.
Οι λαογραφικές αφηγήσεις είναι ένας πολιτιστικός θησαυρός.
Apreciar el costumbrismo es entender la diversidad de la cultura.
Η λέξη costumbrista προέρχεται από την ισπανική λέξη costumbre, που σημαίνει "συνήθεια" ή "έθιμο", με την ελληνική ρίζα "-ista" που υποδηλώνει κάποιον που ασχολείται ή είναι ειδικός σε ένα συγκεκριμένο θέμα ή πεδίο.
Συνώνυμα: - Etnográfico (εθνογραφικός) - Tradicionalista (παραδοσιακός)
Αντώνυμα: - Moderno (σύγχρονος) - Innovador (καινοτόμος)
Αυτή η αναλυτική προσέγγιση της λέξης costumbrista παρέχει μια λεπτομερή κατανόηση της σημασίας και της χρήσης της στον τομέα της λογοτεχνίας και της κουλτούρας.