Cotilla είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "cotilla" είναι /koˈti.ʎa/.
Η λέξη cotilla αναφέρεται σε ένα άτομο που ασχολείται με κουτσομπολίστικες συζητήσεις και αναφορών, συχνά με την έννοια του να μιλάει για τα προσωπικά της άλλων. Χρησιμοποιείται ευρέως στη γλώσσα των Ισπανών, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και είναι πιο συνηθισμένη και εκφραστική στον προφορικό λόγο.
Ella siempre está de cotilla en la oficina.
(Αυτή πάντα ασχολείται με κουτσομπολιά στο γραφείο.)
No me gusta ser cotilla, pero escuché algo interesante.
(Δεν μου αρέσει να είμαι κουτσομπόλης, αλλά άκουσα κάτι ενδιαφέρον.)
Η λέξη "cotilla" χρησιμοποιείται επίσης σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά:
No seas cotilla.
(Μη γίνεσαι κουτσομπόλης.)
A veces es bueno ser un poco cotilla.
(Μερικές φορές είναι καλό να είσαι λίγο κουτσομπόλης.)
El cotilla del barrio siempre tiene chismes.
(Ο κουτσομπόλης της γειτονιάς πάντα έχει κουτσομπολιά.)
A mí no me interesa ser cotilla, prefiero mi privacidad.
(Εμένα δεν με ενδιαφέρει να είμαι κουτσομπόλης, προτιμώ την ιδιωτικότητά μου.)
Los cotillas nunca saben guardar secretos.
(Οι κουτσομπόληδες ποτέ δεν ξέρουν να κρατούν μυστικά.)
Η λέξη "cotilla" προέρχεται από το ισπανικό "cote", που σημαίνει "μικρό τσιμπιδάκι" ή "μικρός", υποδηλώνοντας κάτι που είναι μικρό αλλά έντονο, αναφερόμενη σε μικρές λεπτομέρειες και πληροφορίες όπως αυτές που μοιράζονται οι κουτσομπόληδες.
Συνώνυμα: - Chismoso/a (κουτσομπόλης / κουτσομπόλα) - Gossip (αγγλικό δάνειο με την ίδια έννοια)
Αντώνυμα: - Reservado/a (κλειστός/η, που κρατάει μυστικά) - Discreto/a (διακριτικός/ή)