cotillear: ρήμα
[ko.ti.'ʎaɾ]
Η λέξη cotillear σημαίνει να μιλάς ή να σχολιάζεις για τις προσωπικές υποθέσεις άλλων ανθρώπων, συνήθως με έναν τρόπο που περιλαμβάνει κουτσομπολιό. Χρησιμοποιείται κυρίως στον προφορικό λόγο και είναι αρκετά δημοφιλής στους καθημερινούς διαλόγους. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή σε κοινωνικά πλαίσια και μεταξύ φίλων ή γνωστών.
Μου αρέσει να κουτσομπολεύω για τη ζωή των άλλων.
No deberías cotillear tanto, es malo.
Η λέξη cotillear χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις. Ορισμένες από αυτές περιλαμβάνουν:
Άφησε το κουτσομπολιό και δούλεψε!
Solemos cotillear en la pausa del café.
Συνήθως κουτσομπολεύουμε στην παύση του καφέ.
No me gusta cotillear sobre mis amigos.
Δεν μου αρέσει να κουτσομπολεύω για τους φίλους μου.
Cotillear puede causar problemas en una relación.
Το κουτσομπόλι μπορεί να προκαλέσει προβλήματα σε μια σχέση.
Ella siempre está cotilleando sobre todos.
Η λέξη "cotillear" προέρχεται από τη λέξη "cotillo" που αναφέρεται σε κάτι μικρό ή ασήμαντο, και συσχετίζεται με το κουτσομπολιό και τη φλυαρία, που θεωρούνται ως πράξεις που δεν έχουν ουσία.