cotorra: ουσιαστικό θηλυκού γένους.
/cotoˈra/
Η λέξη "cotorra" αναφέρεται κυρίως σε είδη παπαγάλων αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί και μεταφορικά για να περιγράψει κάποιον που μιλάει πολύ ή που είναι κουτσομπόλης. Στη γλώσσα των Ισπανών, η λέξη χρησιμοποιείται αρκετά συχνά και σε κοινωνικές περιστάσεις. Η χρήση της είναι περισσότερο προφορική, αν και μπορεί να εμφανιστεί και σε γραπτό κείμενο.
Παράδειγμα προτάσεων:
- La cotorra en la jaula hablaba sin parar.
(Ο παπαγάλος στο κλουβί μιλούσε ακατάπαυστα.)
Η λέξη "cotorra" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές φράσεις στην ισπανική γλώσσα, κυρίως για να αναφερθεί σε ανθρώπους που είναι ομιλητικοί ή που συζητούν για άλλους.
Παράδειγμα ιδιωματικών εκφράσεων:
- Ese cotorra no para de hablar de la vida de los demás.
(Αυτός ο κουτσομπόλης δεν σταματά να μιλά για τη ζωή των άλλων.)
Siempre tienes que tener cuidado con las cotorras del barrio.
(Πάντα πρέπει να είσαι προσεκτικός με τους κουτσομπόληδες της γειτονιάς.)
En la reunión había muchas cotorras comentando los últimos chismes.
(Στη συνάντηση υπήρχαν πολλές κουτσομπόλες που σχολιάζουν τα τελευταία κουτσομπολιά.)
Ella es una cotorra, no puede mantener un secreto.
(Αυτή είναι μια κουτσομπόλα, δεν μπορεί να κρατήσει ένα μυστικό.)
Η λέξη "cotorra" προέρχεται από την ισπανική διάλεκτο και ετυμολογείται από τη λατινική λέξη "cattāra", η οποία σημαίνει "παπαγάλος".
Συνώνυμα: - loro (παπαγάλος) - hablador/a (ομιλητικός/ή) - chismoso/a (κουτσομπόλης)
Αντώνυμα: - callado/a (σιωπηλός/ή) - reservado/a (αποσυρμένος/η)
Αυτή η ανάλυση αναδεικνύει την πολυδιάστατη φύση της λέξης "cotorra" στην ισπανική γλώσσα και τη χρήση της σε διάφορες καταστάσεις.