Η λέξη "crack" χρησιμοποιείται σε διάφορα συμφραζόμενα, κυρίως για να αναφερθεί σε ένα σπάσιμο, ρωγμή ή σχισμή. Στον προφορικό λόγο, η χρήση της είναι συχνή, ενώ στο γραπτό πλαίσιο φαίνεται πιο επηρεασμένη από το περιεχόμενο (π.χ. φυσική, νομικά, ιατρική).
El cristal tiene una crack que lo hace peligroso.
(Το γυαλί έχει μια ρωγμή που το καθιστά επικίνδυνο.)
No quiero que cracks en la pared se sigan expandiendo.
(Δεν θέλω οι ρωγμές στον τοίχο να συνεχίσουν να διαστέλλονται.)
Η λέξη "crack" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Es el momento de romper el crack y avanzar.
(Είναι ώρα να σπάσουμε τη ρωγμή και να προχωρήσουμε.)
Ser un crack
(Να είσαι ένας άριστος) - Για να περιγράψει κάποιος που είναι πολύ καλός σε κάτι.
Él es un crack en matemáticas.
(Αυτός είναι άριστος στα μαθηματικά.)
Hacer crack la puerta
(Κλείσε την πόρτα) - Με μια ξαφνική τοποθέτηση που σημαίνει ότι πρέπει να συμπεριφερθείς σιωπηλά.
Η λέξη "crack" προέρχεται από την παλαιά αγγλική λέξη "cracian," που σήμαινε "ξεσπάω" ή "σπάω". Η χρήση της έχει προσαρμοστεί σε πολλές γλώσσες, συμπεριλαμβανομένων των ισπανικών και ελληνικών, με σημασίες που καλύπτουν πολλές πτυχές της καθημερινής ζωής.