Cumbre είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
[ˈkumbɾe]
Η λέξη cumbre χρησιμοποιείται ευρέως στην ισπανική γλώσσα και έχει αρκετές σημασίες ανάλογα με το πλαίσιο. Κατά κύριο λόγο, αναφέρεται στην κορυφή ή την πιο υψηλή σημείο ενός πράγματος, όπως είναι η κορυφή ενός βουνού. Επίσης, χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια σύνοδο κορυφής ή μια συνάντηση σημαντικών προσώπων, συχνά σε πολιτικό ή στρατηγικό επίπεδο. Έχει περιορισμένη χρήση στο στρατιωτικό ή ναυτικό πλαίσιο, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε γεωγραφικά συμφραζόμενα.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι υψηλή και μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε προφορικό και γραπτό λόγο.
Η κορυφή του βουνού Έβερεστ είναι η πιο ψηλή στον κόσμο.
Los líderes se reunieron en una cumbre para discutir el cambio climático.
Η λέξη cumbre χρησιμοποιείται επίσης σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:
(Μετά από πολλά χρόνια προσπαθειών, τελικά έφτασα στην κορυφή της καριέρας μου.)
Cumbre de la insensatez.
(Η απόφασή του να παραιτηθεί χωρίς να έχει νέα δουλειά είναι η κορυφή της ανόητης ενέργειας.)
Cumbre de los desafíos.
Η λέξη cumbre προέρχεται από το λατινικό "cumbra," που σημαίνει "κορυφή" ή "ύψωμα."