Το "cumplido" είναι επίθετο και επίσης μπορεί να χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή του "cumplido" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου (IPA) είναι: /kumˈplido/
Η λέξη "cumplido" προέρχεται από το ρήμα "cumplir", που σημαίνει "να εκπληρώσει" ή "να ολοκληρώσει". Χρησιμοποιείται συνήθως για να δηλώσει ότι κάτι έχει εκπληρωθεί ή ολοκληρωθεί κατά τον προσδοκώμενο τρόπο. Το "cumplido" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ποικιλία πλαισίων, συμπεριλαμβανομένων νομικών, γραφικών και γενικών συζητήσεων. Η συχνότητά του είναι υψηλή, με πολλές εμφανίσεις στον γραπτό λόγο.
El trabajo ha sido cumplido según lo planeado.
(Η εργασία έχει ολοκληρωθεί σύμφωνα με το σχέδιο.)
Su deber como ciudadano es cumplir con la ley.
(Το καθήκον του ως πολίτη είναι να τηρεί τον νόμο.)
Η λέξη "cumplido" χρησιμοποιείται επίσης σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα.
Hizo un trabajo cumplido y nadie puede quejarse.
(Έκανε μια ολοκληρωμένη εργασία και κανείς δεν μπορεί να παραπονεθεί.)
Prometió un regalo cumplido para su cumpleaños.
(Υποσχέθηκε ένα εκπληρωμένο δώρο για τα γενέθλιά του.)
Es un amigo cumplido, siempre cumple sus promesas.
(Είναι ένας έντιμος φίλος, πάντα εκπληρώνει τις υποσχέσεις του.)
Un contrato cumplido es la base de una buena relación comercial.
(Ένα εκπληρωμένο συμβόλαιο είναι η βάση μιας καλής εμπορικής σχέσης.)
Η λέξη "cumplido" προέρχεται από το ρήμα "cumplir", το οποίο έχει λατινικές ρίζες. Στη Λατινικά, το "complere" σημαίνει "να γεμίσει" ή "να ολοκληρώσει".
Συνώνυμα: - Realizado (εκτελεσμένος) - Completo (ολοκληρωμένος) - Acabado (τελειωμένος)
Αντώνυμα: - Incompleto (μη ολοκληρωμένος) - Fracasado (αποτυχημένος) - Fallido (αποτυχημένος)