Η φράση "cumplir una orden" είναι ρηματική έκφραση.
/kumˈpliɾ ˈuna ˈoɾðen/
Η φράση "cumplir una orden" σημαίνει την εκπλήρωση ή την τήρηση μιας εντολής ή παραγγελίας. Χρησιμοποιείται κυρίως σε πλαίσια όπου κάποιος πρέπει να ακολουθήσει ή να εκτελέσει μια οδηγία που έχει δοθεί. Είναι πιο συχνή στον προφορικό λόγο, αλλά εμφανίζεται και σε γραπτά κείμενα, ιδίως όταν αναφέρονται καταστάσεις διοίκησης ή αστυνόμευσης.
Είναι σημαντικό να εκπληρώσετε μια εντολή του προϊσταμένου.
Los soldados deben cumplir una orden sin cuestionar.
Οι στρατιώτες πρέπει να τηρούν μια εντολή χωρίς αμφισβήτηση.
Ella no quiere cumplir una orden que le parece injusta.
Η φράση "cumplir una orden" μπορεί να εμπλέκεται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις. Εδώ είναι μερικές:
(Αυτό σημαίνει να ακολουθήσεις ή να εκπληρώσεις τις υποχρεώσεις ή τις δουλειές που πρέπει να γίνουν.)
Cumplir órdenes sin rechistar.
(Αυτό χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που υπακούει χωρίς να αντιτίθεται.)
Cumplir con tu deber.
(Αυτή η έκφραση αναφέρεται στην υποχρέωση κάποιου να εκπληρώσει τα καθήκοντά του, συχνά σε επαγγελματικό ή στρατιωτικό πλαίσιο.)
Cumplir al pie de la letra.
Η λέξη "cumplir" προέρχεται από το λατινικό "complere", που σημαίνει "να ολοκληρώσω" ή "να γεμίσω", και η λέξη "orden" προέρχεται από το λατινικό "ordinem", που σημαίνει "διάταξη" ή "ταξινόμηση".
Συνώνυμα: - realizar una orden (να εκτελέσω μια εντολή) - obey (να υπακούσω)
Αντώνυμα: - desobedecer una orden (να παραβώ μια εντολή) - ignorar una orden (να αγνοήσω μια εντολή)