Cupo είναι ένα ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Η φωνητική μεταγραφή του "cupo" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου είναι /ˈku.po/.
Ο όρος μπορεί να μεταφραστεί στα ελληνικά ως: - Προϋπολογισμός - Δωμάτιο - Βάρος (σε κάποιες περιπτώσεις, όπως σε δομές μεταφοράς)
Η λέξη "cupo" χρησιμοποιείται στην ισπανική γλώσσα κυρίως για να δηλώσει μια κανονιστική ή οικονομική έννοια, η οποία αναφέρεται σε περιορισμένες ποσότητες ή χώρους. Χρησιμοποιείται συχνά στις συζητήσεις για τον οικονομικό σχεδιασμό, στις νομικές διαδικασίες καθώς και σε στρατηγικές που σχετίζονται με τη διαχείριση πόρων.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης ποικίλλει ανάλογα με το πλαίσιο, είναι πιο διαδεδομένη στον γραπτό λόγο, ειδικά στις νομικές και οικονομικές κείμενα.
Η κυβέρνηση καθόρισε ένα προϋπολογισμό για τις εισαγωγές καλαμποκιού.
En este club, hay un cupo limitado de miembros.
Σε αυτόν τον σύλλογο, υπάρχει περιορισμένος αριθμός μελών.
Debemos respetar el cupo establecido por la ley.
Η λέξη "cupo" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, κυρίως στον οικονομικό και νομικό χώρο.
Μετάφραση: Να είσαι εντός του προϋπολογισμού.
No hay cupo para más.
Μετάφραση: Δεν υπάρχει χώρος για περισσότερα.
Aumentar el cupo.
Η λέξη "cupo" προέρχεται από το λατινικό "cuppus", που σημαίνει "κύπελλο", και έχει διατηρήσει τη σημασία της σε ποικιλία χρήσεων, κυρίως σε επίπεδο περιοριστικού ή κανονιστικού περιεχομένου.
Συνώνυμα: - Límite - Tope
Αντώνυμα: - Ilimitado - Infinito