Η λέξη "curandero" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: [kuɾanˈdeɾo]
Η λέξη "curandero" αναφέρεται σε έναν παραδοσιακό θεραπευτή, συχνά συσχετισμένο με ημέτερες, φυτικές ή πνευματικές θεραπείες. Οι curanderos μπορεί να συνδυάζουν ιατρικές γνώσεις με θρησκευτικές ή πνευματικές πρακτικές. Χρησιμοποιείται σε ήξεις για να αναφερθεί σε άτομα που έχουν την ικανότητα να θεραπεύουν διάφορες ασθένειες, ειδικά σε παραδοσιακά ή αγροτικά περιβάλλοντα. Η χρήση της λέξης είναι πιο κοινή στο προφορικό λόγο και μπορεί να διαφέρει ανά περιοχή.
Ο θεραπευτής του χωριού μας βοηθά τους ασθενείς με φυσικές θεραπείες.
Muchas personas creen que el curandero tiene poderes especiales para sanar.
Η λέξη "curandero" χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με την υγεία και την πνευματικότητα. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα:
Να είσαι θεραπευτής των ψυχών.
El curandero tiene la sabiduría de los ancestros.
Ο θεραπευτής έχει τη σοφία των προγόνων.
Consultar al curandero antes de tomar decisiones importantes.
Η λέξη "curandero" προέρχεται από το ρήμα "curar", που σημαίνει "να θεραπεύει". Στην ισπανική γλώσσα, έχει τις ρίζες της σε παλαιότερες λατινικές και ιβηρικές λέξεις που σχετίζονταν με την ιατρική και τις θεραπείες.
Συνώνυμα: - sanador (θεραπευτής) - chamán (σαμάνος)
Αντώνυμα: - enfermo (ασθενής) - daño (ζημιά)