Ρήμα
/k u ˈ ɾ a s e/
Η λέξη "curarse" σημαίνει να αναρρώσεις ή να θεραπευτείς από μια ασθένεια ή τραυματισμό. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει τη διαδικασία ανάρρωσης, είτε φυσικά (σχετικά με σωματική υγεία) είτε ψυχολογικά (αναρρώνοντας από μια στήριξη ή τραύμα). Είναι μια λέξη που χρησιμοποιείται συχνά στην καθημερινή ομιλία και μπορεί να απαντηθεί και σε γραπτό λόγο, αλλά κυρίως προτιμάται στον προφορικό λόγο.
Αυτή πήγε στον γιατρό για να θεραπευτεί από τη γρίπη.
Después de una semana de descanso, finalmente logró curarse.
Η λέξη "curarse" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις που καταδεικνύουν την έννοια της αποκατάστασης ή της υπέρβασης προβλημάτων.
(Π.χ. "Siempre me curo en salud tomando vitaminas." - Πάντα προσέχω την υγεία μου παίρνοντας βιταμίνες.)
Curarse el alma.
(Π.χ. "A veces un viaje puede ayudarte a curarte el alma." - Κάποιες φορές ένα ταξίδι μπορεί να σε βοηθήσει να ανακτήσεις την ψυχική σου υγεία.)
Curarse las heridas.
Η λέξη "curarse" προέρχεται από το λατινικό "curare," που σημαίνει "να φροντίσεις" ή "να θεραπεύσεις."
Συνώνυμα: - sanar - restablecerse - recuperar
Αντώνυμα: - enfermar - empeorar - agravar