Το "curiosear" είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου (IPA): [kuɾi.oˈse.aɾ]
Η λέξη "curiosear" σημαίνει τη διαδικασία του να περιεργάζεσαι ή να εξερευνάς κάτι με περιέργεια. Χρησιμοποιείται συχνά στους δύο παρακάτω τομείς: - Προφορικός λόγος: Χρησιμοποιείται καθημερινά σε συζητήσεις για να περιγράψει κάποιον που είναι περίεργος ή που ψάχνει για πληροφορίες. - Γραπτός λόγος: Με συχνή χρήση σε λογοτεχνία ή γραπτά κείμενα που εξερευνούν την περιέργεια ή την ανακάλυψη.
Θέλω να περιεργαστώ στο κατάστημα με αντίκες.
Siempre me gusta curiosear nuevas culturas.
Πάντα μου αρέσει να εξερευνώ νέες κουλτούρες.
Mis amigos a menudo curiosean en Internet.
Στο Ισπανικό, η λέξη "curiosear" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές φράσεις, οι οποίες μπορούν να περιγράψουν την πράξη του να είσαι περίεργος ή να ψάχνεις. Ακολουθούν μερικές τέτοιες εκφράσεις:
Να περιεργάζεσαι τη γειτονιά είναι διασκεδαστικό.
Me gusta curiosear en los libros de historia.
Μου αρέσει να περιεργάζομαι στα βιβλία ιστορίας.
Los niños suelen curiosear en el parque.
Τα παιδιά συχνά περιεργάζονται στο πάρκο.
¿Por qué no curioseamos el nuevo café de la esquina?
Γιατί να μην περιεργαστούμε το νέο καφενείο στη γωνία;
Ella curioseó en su computadora durante horas.
Αυτή περιεργάστηκε τον υπολογιστή της για ώρες.
A veces, es bueno curiosear en la vida de los demás.
Η λέξη "curiosear" προέρχεται από το "curioso", που στα Ισπανικά σημαίνει "περίεργος". Η χρήση του επιθηματικού "-ear" σχηματίζει τη διαδικασία της δράσης που σχετίζεται με την περιέργεια.
Συνώνυμα: - indagar (να ερευνώ) - investigar (να εξερευνώ) - fisgonear (να ανακατεύομαι)
Αντώνυμα: - ignorar (να αγνοώ) - descartar (να απορρίπτω)