curiosidad: ουσιαστικό (feminine noun)
curiosidad: /kuɾjosiˈðað/
Η λέξη curiosidad αναφέρεται στην επιθυμία να μάθεις κάτι, να γνωρίσεις ή να εξερευνήσεις, συχνά περιγράφοντας την επιθυμία να κατανοήσεις περισσότερα για μια κατάσταση ή ένα αντικείμενο. Χρησιμοποιείται συχνά σε δημοφιλή συμφραζόμενα και μπορεί να είναι συνηθισμένη είτε σε προφορικό αλλά και σε γραπτό λόγο.
La curiosidad es una de las características más importantes del ser humano.
Η περιέργεια είναι ένα από τα πιο σημαντικά χαρακτηριστικά του ανθρώπου.
Siento mucha curiosidad por saber cómo funciona este dispositivo.
Νιώθω πολύ περιέργεια να μάθω πώς λειτουργεί αυτή η συσκευή.
La curiosidad me llevó a explorar nuevos lugares.
Η περιέργεια με οδήγησε να εξερευνήσω νέα μέρη.
Η λέξη curiosidad χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά, που πολλαπλασιάζουν την σημασία της.
Ejemplo: Él tiene curiosidad por el universo.
Αυτός έχει περιέργεια για το σύμπαν.
Despertar la curiosidad:
Ξυπνώ την περιέργεια.
Ejemplo: El nuevo libro despertó mi curiosidad.
Το νέο βιβλίο ξύπνησε την περιέργειά μου.
Curiosidad insaciable:
Ανασφαλής περιέργεια.
Η λέξη curiosidad προέρχεται από την λατινική λέξη curiositas, από το curiosus που σημαίνει "περίεργος". Αυτή η ρίζα υποδηλώνει την αναζήτηση γνώσης και κατανόησης.
Συνώνυμα: - inquietud (αναστάτωση) - interés (ενδιαφέρον) - deseo de saber (επιθυμία να μάθεις)
Αντώνυμα: - indiferencia (αδιαφορία) - desprecio (περιφρόνηση) - desinterés (έλλειψη ενδιαφέροντος)