Ρήμα
/kursar/
Η λέξη "cursar" αναφέρεται στην ενέργεια της παρακολούθησης ή της ολοκλήρωσης μαθημάτων, σπουδών ή προγραμμάτων εκπαίδευσης. Χρησιμοποιείται κυρίως σε εκπαιδευτικά περιβάλλοντα και έχει συχνή χρήση γνωστικά στην Ισπανική γλώσσα. Οι εκπαιδευτικές διαδικασίες και οι σπουδές είναι το τομέα όπου έχει προεξέχοντα ρόλο. Αν και χρησιμοποιείται και στον προφορικό αλλά και στον γραπτό λόγο, είναι πιο συνηθισμένο σε γραπτά κείμενα που αφορούν εκπαίδευση και ακαδημαϊκή ζωή.
Voy a cursar un máster en derecho.
(Θα παρακολουθήσω ένα μεταπτυχιακό στο δίκαιο.)
Ella decide cursar inglés en la universidad.
(Αυτή αποφασίζει να σπουδάσει αγγλικά στο πανεπιστήμιο.)
Es necesario cursar todas las asignaturas aprobadas para obtener el título.
(Είναι απαραίτητο να παρακολουθήσετε όλα τα μαθήματα που έχουν εγκριθεί για να αποκτήσετε το πτυχίο.)
Η λέξη "cursar" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά συχνά συναντάται σε συμφραζόμενα που σχετίζονται με την εκπαίδευση και τη μάθηση:
Cursar el año escolar
(Να παρακολουθήσετε τη σχολική χρονιά)
Cursar materias optativas
(Να παρακολουθήσετε επιλεγμένα μαθήματα)
Cursar estudios de posgrado
(Να σπουδάσετε μεταπτυχιακούς τίτλους)
Cursar la carrera de medicina
(Να παρακολουθήσετε τη σχολή ιατρικής)
Cursar en el extranjero
(Να σπουδάσετε στο εξωτερικό)
Η λέξη "cursar" προέρχεται από το λατινικό "currere," που σημαίνει "τρέχω". Αναφέρεται στην ιδέα της "προόδου" ή της "παρακολούθησης" ενός μαθήματος ή ενός προγράμματος.
Συνώνυμα: - Estudiar (σπουδάζω) - Tomar (παρακολουθώ) - Asistir (παρευρίσκομαι)
Αντώνυμα: - Abandonar (παραιτούμαι) - Descartar (απορρίπτω)
Αυτή είναι η ανάλυση της λέξης "cursar" σύμφωνα με τα αιτήματα σας.