curso - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

curso (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Φωνητική μεταγραφή

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "curso" στα ισπανικά αναφέρεται συνήθως σε ένα πρόγραμμα σπουδών ή μάθημα που δίνει στους συμμετέχοντες τη δυνατότητα να αποκτήσουν γνώσεις ή δεξιότητες σε έναν συγκεκριμένο τομέα. Χρησιμοποιείται σε διάφορα πλαίσια, όπως στην εκπαίδευση, επαγγελματικά σεμινάρια ή διαδικτυακά μαθήματα.

Η συχνότητα χρήσης του "curso" είναι αρκετά υψηλή, και χρησιμοποιείται περισσότερο στο γραπτό πλαίσιο, αν και συναντάται και στη συνεχιζόμενη συνομιλία.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. Estoy inscrito en un curso de inglés.
  2. Είμαι εγγεγραμμένος σε ένα μάθημα αγγλικών.

  3. El curso empezará a las diez de la mañana.

  4. Το μάθημα θα ξεκινήσει στις δέκα το πρωί.

  5. Este curso es muy útil para aprender a programar.

  6. Αυτό το μάθημα είναι πολύ χρήσιμο για να μάθει κανείς προγραμματισμό.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "curso" χρησιμοποιείται λιγότερο σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά αποτελεί βασικό στοιχείο στην αναφορά τύπων μαθημάτων και εκπαιδευτικών πλάνων.

  1. Curso de acción
  2. Δράση που πρέπει να αναληφθεί ή η πορεία που θα ακολουθήσουμε.
  3. El curso de acción debe ser decidido en conjunto.
  4. Η πορεία δράσης πρέπει να αποφασιστεί από κοινού.

  5. Tomar un curso

  6. Παρακολουθώ ή παίρνω ένα μάθημα.
  7. Decidí tomar un curso de cocina para mejorar mis habilidades.
  8. Αποφάσισα να παρακολουθήσω ένα μάθημα μαγειρικής για να βελτιώσω τις ικανότητές μου.

  9. Curso académico

  10. Ακαδημαϊκό έτος ή σχολικό εξάμηνο.
  11. El curso académico empieza en septiembre.
  12. Το ακαδημαϊκό έτος αρχίζει τον Σεπτέμβριο.

Ετυμολογία

Η λέξη "curso" έχει λατινική προέλευση, προέρχεται από το "cursus", που σημαίνει πορεία ή διαδρομή. Η ανάπτυξή της στις ρομανικές γλώσσες έχει συνδεθεί με την έννοια της σταδιακής προόδου ή μάθησης.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - clase (μάθημα) - programa (πρόγραμμα) - taller (εργαστήριο)

Αντώνυμα: - abandono (παράλειψη) - interrupción (διακοπή)



22-07-2024