Η λέξη "curso" στα ισπανικά αναφέρεται συνήθως σε ένα πρόγραμμα σπουδών ή μάθημα που δίνει στους συμμετέχοντες τη δυνατότητα να αποκτήσουν γνώσεις ή δεξιότητες σε έναν συγκεκριμένο τομέα. Χρησιμοποιείται σε διάφορα πλαίσια, όπως στην εκπαίδευση, επαγγελματικά σεμινάρια ή διαδικτυακά μαθήματα.
Η συχνότητα χρήσης του "curso" είναι αρκετά υψηλή, και χρησιμοποιείται περισσότερο στο γραπτό πλαίσιο, αν και συναντάται και στη συνεχιζόμενη συνομιλία.
Είμαι εγγεγραμμένος σε ένα μάθημα αγγλικών.
El curso empezará a las diez de la mañana.
Το μάθημα θα ξεκινήσει στις δέκα το πρωί.
Este curso es muy útil para aprender a programar.
Η λέξη "curso" χρησιμοποιείται λιγότερο σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά αποτελεί βασικό στοιχείο στην αναφορά τύπων μαθημάτων και εκπαιδευτικών πλάνων.
Η πορεία δράσης πρέπει να αποφασιστεί από κοινού.
Tomar un curso
Αποφάσισα να παρακολουθήσω ένα μάθημα μαγειρικής για να βελτιώσω τις ικανότητές μου.
Curso académico
Η λέξη "curso" έχει λατινική προέλευση, προέρχεται από το "cursus", που σημαίνει πορεία ή διαδρομή. Η ανάπτυξή της στις ρομανικές γλώσσες έχει συνδεθεί με την έννοια της σταδιακής προόδου ή μάθησης.
Συνώνυμα: - clase (μάθημα) - programa (πρόγραμμα) - taller (εργαστήριο)
Αντώνυμα: - abandono (παράλειψη) - interrupción (διακοπή)