Επίθετο
/kutɾe/
Η λέξη "cutre" χρησιμοποιείται στην ισπανική γλώσσα για να περιγράψει κάτι που είναι φτωχό, άθλιο ή κακής ποιότητας. Συχνά αναφέρεται σε μέρη, αντικείμενα ή ακόμα και ανθρώπους που φαίνονται παρα neglected ή μη περιποιημένοι. Χρησιμοποιείται κυρίως στον προφορικό λόγο και σε λιγότερο επίσημα γραπτά κείμενα, όπως σε συνομιλίες ή αναρτήσεις στα κοινωνικά δίκτυα.
Το ξενοδοχείο ήταν πολύ φτωχό και δεν πληρούσε τις προσδοκίες μας.
No voy a comer en ese restaurante, es muy cutre y la comida es mala.
Η λέξη "cutre" μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Έχω έναν φτωχό στυλ.
Vivir en un lugar cutre.
Ζω σε ένα άθλιο μέρος.
Hacer una fiesta cutre.
Κάνω μια κακή γιορτή.
Vestir de manera cutre.
Ντύνομαι με φτωχό τρόπο.
Un trabajo cutre no vale la pena.
Η λέξη "cutre" προέρχεται από το αραβικό "qutra", το οποίο σχετίζεται με την έννοια της κακής ποιότητας. Μέσω της ιστορίας, η λέξη έχει ενσωματωθεί στη νεότερη ισπανική γλώσσα με τη σημασία που έχει σήμερα.
Συνώνυμα: - miserable - patético - penoso
Αντώνυμα: - lujoso - elegante - sofisticado