Cuy είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: /ˈkwi/
Cuy αναφέρεται στο κουνάβι ή το γουάρα, ένα μικρό θηλαστικό που είναι παραδοσιακά ενδημικό στους Άνδεις και έχει μεγάλη σημασία στη νοτιοαμερικανική κουλτούρα, κυρίως στο Περού, τη Βολιβία και το Εκουαδόρ. Στις χώρες αυτές, το cuy συνιστά παραδοσιακή τροφή και καλλιεργείται κυρίως για κατανάλωση. Η χρήση του είναι κυρίως στο προφορικό λόγο, αλλά εμφανίζεται και σε γραπτά κείμενα που σχετίζονται με την κουλτούρα και τη διατροφή.
Στο σπίτι μου, πάντα τρώμε γουάρα τις Κυριακές.
El cuy es un plato típico de la gastronomía peruana.
Το γουάρα είναι ένα τυπικό πιάτο της περουβιανής γαστρονομίας.
En la fiesta, ofrecieron cuy a todos los invitados.
Το cuy συνδέεται με διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις σχετικά με την κουλτούρα και τις παραδόσεις των νοτιοαμερικανικών χωρών:
Στην περιοχή μας, το cuy chactado είναι το πιο αγαπημένο πιάτο.
"Cuy a la brasa" → Γουάρα ψητό στη σχάρα.
Τηγανίζουν το cuy a la brasa για να του δώσουν μοναδική γεύση.
"Cuy relleno" → Γουάρα γεμιστό.
Η λέξη cuy προέρχεται από τη γλώσσα Quechua, η οποία είναι γλώσσα των Ινδιάνων των Άνδεων, όπου η λέξη "quwi" σημαίνει το ίδιο.
Αυτή είναι μια συνολική παρουσίαση της λέξης "cuy" με πληροφορίες που σχετίζονται με τη χρήση της στη νοτιοαμερικανική γλώσσα και κουλτούρα.