daño - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

daño (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "daño" είναι ουσιαστικό.

Φωνητική μεταγραφή

/hˈaɲo/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "daño" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάθε μορφή ζημίας ή βλάβης, τόσο σωματικής όσο και ψυχικής. Στη γλώσσα των Ισπανικών χρησιμοποιείται συχνά σε νομικά και οικονομικά συμφραζόμενα για να αναφερθεί σε ζημίες που μπορεί να προκύψουν από ατυχήματα, αδικαιολόγητες ενέργειες ή φυσικές καταστροφές. Η συχνότητα χρήσης της είναι αρκετά υψηλή, κυρίως στον γραπτό λόγο, αλλά και στον προφορικό.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. La tormenta causó mucho daño en la ciudad.
  2. Η καταιγίδα προκάλεσε πολλή ζημία στην πόλη.

  3. El daño emocional puede ser más difícil de sanar.

  4. Η συναισθηματική βλάβη μπορεί να είναι πιο δύσκολη να θεραπευτεί.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Παρά την απλότητα της λέξης "daño", χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις:

  1. Hacer daño
  2. σημαίνει "προκαλώ ζημία".
  3. No quiero hacer daño a nadie. (Δεν θέλω να προκαλέσω ζημία σε κανέναν.)

  4. A daño y prejuicio

  5. σχετίζεται με αρνητικές επιπτώσεις.
  6. Su comportamiento fue a daño y prejuicio de todos. (Η συμπεριφορά του ήταν εις βάρος όλων.)

  7. Daño colateral

  8. σημαίνει "παράπλευρη ζημία".
  9. En la guerra, siempre hay daño colateral. (Στον πόλεμο, πάντα υπάρχει παράπλευρη ζημία.)

  10. Del daño que hiciste

  11. αναφέρεται στις συνέπειες των πράξεων κάποιου.
  12. Debes asumir el daño que hiciste. (Πρέπει να αναλάβεις τη ζημία που προκάλεσες.)

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "daño" προέρχεται από τα λατινικά "damnum", το οποίο σημαίνει ζημία ή βλάβη.

Συνώνυμα και Αντώνυμα



23-07-2024