Η λέξη "daño" είναι ουσιαστικό.
/hˈaɲo/
Η λέξη "daño" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάθε μορφή ζημίας ή βλάβης, τόσο σωματικής όσο και ψυχικής. Στη γλώσσα των Ισπανικών χρησιμοποιείται συχνά σε νομικά και οικονομικά συμφραζόμενα για να αναφερθεί σε ζημίες που μπορεί να προκύψουν από ατυχήματα, αδικαιολόγητες ενέργειες ή φυσικές καταστροφές. Η συχνότητα χρήσης της είναι αρκετά υψηλή, κυρίως στον γραπτό λόγο, αλλά και στον προφορικό.
Η καταιγίδα προκάλεσε πολλή ζημία στην πόλη.
El daño emocional puede ser más difícil de sanar.
Παρά την απλότητα της λέξης "daño", χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις:
No quiero hacer daño a nadie. (Δεν θέλω να προκαλέσω ζημία σε κανέναν.)
A daño y prejuicio
Su comportamiento fue a daño y prejuicio de todos. (Η συμπεριφορά του ήταν εις βάρος όλων.)
Daño colateral
En la guerra, siempre hay daño colateral. (Στον πόλεμο, πάντα υπάρχει παράπλευρη ζημία.)
Del daño que hiciste
Η λέξη "daño" προέρχεται από τα λατινικά "damnum", το οποίο σημαίνει ζημία ή βλάβη.
perjuicio (ζημία)
Αντώνυμα: