Η λέξη "dable" στα Ισπανικά είναι επίθετο.
/ˈda.β.le/
Η λέξη "dable" μπορεί να μεταφραστεί στα ελληνικά ως "ακουμπισμένος" ή "εξαντλημένος", ανάλογα με το πλαίσιο χρήσης.
Η λέξη "dable" αναφέρεται σε κάτι που έχει μια κατάσταση αδράνειας, σαν να έχει ακουμπήσει ή να έχει πέσει σε κατάσταση αδυναμίας. Χρησιμοποιείται κυρίως στο προφορικό λόγο και σε οικείες συζητήσεις. Η συχνότητα χρήσης της είναι μέτρια, καθώς δεν είναι πολύ επίσημο ή τυπικό.
"Después de correr tanto, estaba dable en el sofá."
(Μετά από τόση τρέξιμο, ήταν ακουμπισμένος στον καναπέ.)
"El niño se cayó y quedó dable en el suelo."
(Το παιδί έπεσε και έμεινε εξαντλημένο στο πάτωμα.)
Η λέξη "dable" δεν έχει πολλές καθιερωμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά υπάρχουν κάποιες χρήσεις που μπορούν να είναι ενδιαφέρουσες.
"Estaba tan cansado que se quedó dable en la cama todo el día."
(Ήταν τόσο κουρασμένος που έμεινε ακουμπισμένος στο κρεβάτι όλη την ημέρα.)
"Después de la fiesta, todos estaban dables en el sillón."
(Μετά το πάρτι, όλοι ήταν ακουμπισμένοι στη πολυθρόνα.)
Η λέξη "dable" προέρχεται από το ρήμα "dar," που σημαίνει "να δώσεις" αλλά με τη χρήση του προθέματος "-ble," που δηλώνει δυνατότητα ή χαρακτηριστικό, δημιουργώντας έτσι μια λέξη που προσδιορίζει κάτι που μπορεί να δοθεί ή να παραδοθεί.
Αυτές οι εναλλακτικές λέξεις βοηθούν στη διεύρυνση της κατανόησης και της χρήσης της λέξης "dable" σε διαφορετικά πλαίσια.