Η λέξη "daca" στα Ισπανικά είναι ένας σύνδεσμος (conjunción) που χρησιμοποιείται για να εισαγάγει υποθετικές προτάσεις.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "daca" είναι: /ˈðaka/.
Η λέξη "daca" μπορεί να μεταφραστεί στα Ελληνικά ως "αν".
Η λέξη "daca" χρησιμοποιείται στην ισπανική γλώσσα για να εκφράσει υποθέσεις ή προϋποθέσεις, παρόμοια με τον ελληνικό σύνδεσμο "αν". Συχνά βρίσκεται σε γραπτές ή προφορικές εκφράσεις που απαιτούν συνθήκες ή υποθέσεις. Η συχνότητα χρήσης της είναι μέτρια και εμφανίζεται συχνά σε γραπτό κείμενο.
Αν φτάσω στο πάρτι, αν δεν πας εσύ, δεν θα διασκεδάσω.
Me gustaría ir a la playa, daca el tiempo lo permite.
Η λέξη "daca" δεν έχει πολλές ιδιωματικές εκφράσεις όπως άλλες λέξεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορους συνδυασμούς για να περιγράψει υποθετικές καταστάσεις. Ακολουθούν κάποιες προτάσεις:
Θα το κάνω, αν έχω χρόνο.
Estaré feliz, daca tú estás feliz.
Θα είμαι ευτυχισμένος, αν είσαι ευτυχισμένος.
Podríamos salir, daca no llueve.
Θα μπορούσαμε να βγούμε, αν δεν βρέξει.
Tendrá éxito, daca trabaja duro.
Θα έχει επιτυχία, αν δουλέψει σκληρά.
Me gustaría viajar, daca tengo suficiente dinero.
Η λέξη "daca" προέρχεται από τη λατινική λέξη "si" που σημαίνει "αν", και έχει υποστεί φωνητικές μετατροπές στην εξέλιξη της ρομανικής γλώσσας.
Αυτή είναι η συνολική ανάλυση της λέξης "daca" στην ισπανική γλώσσα.