Η λέξη "dama" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "dama" είναι [ˈdama] σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA).
Η λέξη "dama" αναφέρεται σε μια γυναίκα, συνήθως με κάποιον τρόπο αξιοσημείωτη ή με σεβαστό χαρακτήρα. Χρησιμοποιείται συχνά σε κυριολεκτικές και μεταφορικές έννοιες. Η συχνότητά της είναι μέτρια έως υψηλή, και χρησιμοποιείται περισσότερο στον προφορικό λόγο, αλλά και σε γραπτά κείμενα, όπως σε λογοτεχνία και θεατρικά έργα.
En la fiesta, había una dama muy elegante.
Στη γιορτή, υπήρχε μια πολύ κομψή γυναίκα.
La dama se presentó con mucha gracia.
Η γυναίκα παρουσιάστηκε με πολύ χάρη.
La dama de honor es mi mejor amiga.
Η παρανυφά είναι η καλύτερή μου φίλη.
Η λέξη "dama" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα. Ορισμένα παραδείγματα περιλαμβάνουν:
Dama de hierro
(Σιδερένια γυναίκα)
Αναφέρεται σε μια γυναίκα που είναι πολύ ισχυρή ή αποφασιστική.
La dama de hierro logró todo lo que se propuso.
(Η σιδερένια γυναίκα κατάφερε όλα όσα επιδίωξε.)
Dama de compañía
(Συνοδεύουσα γυναίκα)
Αναφέρεται σε μια γυναίκα που εργάζεται για να συνοδεύει ή να παρέχει συντροφιά.
Contrató a una dama de compañía para su madre.
(Παρέχει μια συνοδεύουσα γυναίκα για τη μητέρα της.)
Dama de la corte
(Γυναίκα της αυλής)
Αναφέρεται σε μια γυναίκα που έχει θέση ή ρόλο σε βασιλική αυλή.
La dama de la corte llevó un vestido impresionante.
(Η γυναίκα της αυλής φόρεσε ένα εντυπωσιακό φόρεμα.)
Η λέξη "dama" προέρχεται από τα λατινικά "domina", που σημαίνει "κυρία" ή "δεσπότης".