damnificado - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

damnificado (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "damnificado" είναι ουσιαστικό.

Φωνητική μεταγραφή

/dam.ni.fi.'ka.ðo/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "damnificado" χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα άτομο που έχει υποστεί ζημία, βλάβη ή κάποια απώλεια, ιδίως λόγω φυσικών καταστροφών, ατυχημάτων ή νομικών καταστάσεων. Χρησιμοποιείται τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο, με συχνή χρήση σε ειδήσεις και νομικά κείμενα. Η χρήση της είναι συχνή σε περιπτώσεις που αναφέρεται σε άτομα που υποφέρουν από τις επιπτώσεις κάποιου ενδεχόμενου.

Παράδειγμα προτάσεων

  1. Los damnificados por el terremoto necesitan ayuda inmediata.
  2. Τα θύματα του σεισμού χρειάζονται άμεση βοήθεια.

  3. Es importante apoyar a los damnificados durante la crisis.

  4. Είναι σημαντικό να υποστηρίξουμε τους πληγέντες κατά τη διάρκεια της κρίσης.

  5. El gobierno proporcionó asistencia a los damnificados de la inundación.

  6. Η κυβέρνηση παρείχε βοήθεια στους ζημιωμένους από τη πλημμύρα.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "damnificado" χρησιμοποιείται συχνά σε συνδυασμό με άλλες λέξεις ή φράσεις που περιγράφουν καταστάσεις ή πράξεις:

  1. Damnificado por el huracán: Muchas familias se convirtieron en damnificados por el huracán que devastó la costa.
  2. Πολλές οικογένειες έγιναν θύματα του τυφώνα που κατέστρεψε την ακτή.

  3. Damnificado social: El programa busca ayudar a los damnificados sociales en la comunidad.

  4. Το πρόγραμμα στοχεύει να βοηθήσει τα κοινωνικά θύματα στην κοινότητα.

  5. Damnificado económico: La crisis ha dejado a muchos ciudadanos como damnificados económicos.

  6. Η κρίση έχει αφήσει πολλούς πολίτες ως οικονομικά θύματα.

  7. Damnificado ambiental: Los damnificados ambientales luchan por la recuperación de sus hogares.

  8. Οι περιβαλλοντικά θύματα παλεύουν για την αποκατάσταση των σπιτιών τους.

  9. Damnificado judicial: La falta de representación legal dejó a muchas personas como damnificados judiciales.

  10. Η έλλειψη νομικής εκπροσώπησης άφησε πολλούς ανθρώπους ως νομικά θύματα.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "damnificado" προέρχεται από το ρήμα "damnificar", που σημαίνει "να βλάψει η να ζημιώσει", το οποίο ακολουθεί τη λατινική ρίζα "damnificare".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - víctima - perjudicado - lesionado

Αντώνυμα: - beneficiado - favorecido - afortunado

Αυτή είναι η ανάλυση της λέξης "damnificado" στον τομέα της νομικής και της γενικής γλώσσας.



23-07-2024