Η λέξη "damnificado" είναι ουσιαστικό.
/dam.ni.fi.'ka.ðo/
Η λέξη "damnificado" χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα άτομο που έχει υποστεί ζημία, βλάβη ή κάποια απώλεια, ιδίως λόγω φυσικών καταστροφών, ατυχημάτων ή νομικών καταστάσεων. Χρησιμοποιείται τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο, με συχνή χρήση σε ειδήσεις και νομικά κείμενα. Η χρήση της είναι συχνή σε περιπτώσεις που αναφέρεται σε άτομα που υποφέρουν από τις επιπτώσεις κάποιου ενδεχόμενου.
Τα θύματα του σεισμού χρειάζονται άμεση βοήθεια.
Es importante apoyar a los damnificados durante la crisis.
Είναι σημαντικό να υποστηρίξουμε τους πληγέντες κατά τη διάρκεια της κρίσης.
El gobierno proporcionó asistencia a los damnificados de la inundación.
Η λέξη "damnificado" χρησιμοποιείται συχνά σε συνδυασμό με άλλες λέξεις ή φράσεις που περιγράφουν καταστάσεις ή πράξεις:
Πολλές οικογένειες έγιναν θύματα του τυφώνα που κατέστρεψε την ακτή.
Damnificado social: El programa busca ayudar a los damnificados sociales en la comunidad.
Το πρόγραμμα στοχεύει να βοηθήσει τα κοινωνικά θύματα στην κοινότητα.
Damnificado económico: La crisis ha dejado a muchos ciudadanos como damnificados económicos.
Η κρίση έχει αφήσει πολλούς πολίτες ως οικονομικά θύματα.
Damnificado ambiental: Los damnificados ambientales luchan por la recuperación de sus hogares.
Οι περιβαλλοντικά θύματα παλεύουν για την αποκατάσταση των σπιτιών τους.
Damnificado judicial: La falta de representación legal dejó a muchas personas como damnificados judiciales.
Η λέξη "damnificado" προέρχεται από το ρήμα "damnificar", που σημαίνει "να βλάψει η να ζημιώσει", το οποίο ακολουθεί τη λατινική ρίζα "damnificare".
Συνώνυμα: - víctima - perjudicado - lesionado
Αντώνυμα: - beneficiado - favorecido - afortunado
Αυτή είναι η ανάλυση της λέξης "damnificado" στον τομέα της νομικής και της γενικής γλώσσας.