Danza: ουσιαστικό θηλυκού γένους.
[ˈdansa]
Η λέξη "danza" αναφέρεται στη μορφή τέχνης που συνίσταται στην ενορχήστρωση κινήσεων του σώματος, συχνά με μουσική συνοδεία. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει τόσο τον χορό εν γένει όσο και συγκεκριμένα στυλ χορού. Συχνά χρησιμοποιείται σε προφορικές και γραπτές επικοινωνίες.
Η λέξη "danza" είναι ευρέως κατανοητή και χρησιμοποιούμενη, κυρίως σε πολιτιστικά και καλλιτεχνικά συμφραζόμενα. Η χρήση της είναι συχνή και σε καθημερινές συζητήσεις.
Ο χορός είναι μια μορφή καλλιτεχνικής έκφρασης.
Me encanta la danza contemporánea.
Χρησιμοποιείται για να εννοηθεί ότι πρέπει να ζεις τη ζωή πλήρως.
La danza de los siete velos
Αναφέρεται σε μια έκφραση που υποδηλώνει αποκαλύψεις σταδιακά.
Danza macabra
Σημαίνει μια αναφορά στην θνητότητα, συνήθως σε καλλιτεχνικό ή λογοτεχνικό πλαίσιο.
Danza del fuego
Η λέξη "danza" προέρχεται από το αρχαίο γαλλικό "dancier", που σημαίνει "χορεύω", και έχει ρίζες που ανιχνεύονται μέχρι το λατινικό "dansare".
Συνώνυμα: - Baile (χορός) - Movimiento (κίνηση)
Αντώνυμα: - Inmovilidad (ακινησία) - Quietud (ηρεμία)
Αυτή είναι μια ολοκληρωμένη ανάλυση της λέξης "danza", με όλες τις απαραίτητες πληροφορίες και παραδείγματα.