Ρήμα.
/danˈθaɾ/ (στην Ισπανία, χρησιμοποιώντας το φωνητικό αλφάβητο, "θ" αναφέρεται σε ήχο σαν το "th" στην αγγλική λέξη "think". Στη Λατινική Αμερική προφέρεται ως /danˈsaɾ/).
Η λέξη "danzar" σημαίνει "χορεύω" και χρησιμοποιείται στην ισπανική γλώσσα για να περιγράψει την πράξη του χορού, είτε σε μια κοινωνική εκδήλωση είτε σε καλλιτεχνικό πλαίσιο. Είναι ένα ρήμα που χρησιμοποιείται πολύ συχνά στον προφορικό λόγο, αλλά μπορεί να βρεθεί και σε γραπτά κείμενα. Η συχνότητά της είναι αρκετά υψηλή, ιδιαίτερα σε κείμενα που σχετίζονται με τη μουσική και τη ψυχαγωγία.
Θέλουν να χορέψουν όλη τη νύχτα.
En la fiesta, todos comenzaron a danzar.
Στη γιορτή, όλοι άρχισαν να χορεύουν.
Me encanta danzar en ocasiones especiales.
Η λέξη "danzar" μπορεί να εμφανιστεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με τον χορό ή την κίνηση. Ακολουθούν ορισμένες παραδείγματα:
Χορεύω στον ήχο της μουσικής.
Danzar como si nadie estuviera mirando.
Χορεύω σαν να μη με παρακολουθεί κανείς.
Danzar en cada celebración.
Χορεύω σε κάθε γιορτή.
No hay fiesta sin danzar.
Δεν υπάρχει γιορτή χωρίς χορό.
Es difícil no danzar cuando hay buena música.
Η λέξη "danzar" προέρχεται από το λατινικό "danceare", το οποίο συνδέεται με την έννοια του χορού. Η ρίζα του αναφέρεται σε κοινωνικές ή καλλιτεχνικές μορφές κίνησης που συνδέονται με τη μουσική.
Συνώνυμα: - Bailar (χορεύω)
Αντώνυμα: - Estar quieto (μένω ακίνητος) - No moverse (δεν κινώ)