Ρήμα
/ðar/
Ο όρος "dar" στα ισπανικά μεταφράζεται ως "δίνω" ή "προσφέρω". Χρησιμοποιείται γενικά στον χρόνο παρακείμενου (presente de indicativo) για να δηλώσει μια ενέργεια που πραγματοποιείται αυτή τη στιγμή ή σε κάποια αφετηρία γεγονότα. Ωστόσο, μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί σε άλλους χρόνους και μορφές, ανάλογα με το πλαίσιο στο οποίο χρησιμοποιείται. Το ρήμα "dar" είναι πιο συχνό στην προφορική ομιλία από ό,τι στη γραπτή γλώσσα.
Εδώ είναι οι διάφοροι χρόνοι του ρήματος "dar": - Ενεστώτας Οριστικής (Presente de Indicativo): doy, das, da, damos, dais, dan - Αόριστος (Pretérito Indefinido): di, diste, dio, dimos, disteis, dieron - Μέλλοντας (Futuro Simple): daré, darás, dará, daremos, daréis, darán
Το ρήμα "dar" είναι συχνά μέρος σημαντικών ιδιωματικών εκφράσεων στα ισπανικά. Ας δούμε μερικές από αυτές με παραδείγματα:
Παράδειγμα: ¡Has dado en el clavo con tu regalo! (Έχεις βρει το τέλειο δώρο!)
Dar la cara: Να εμφανιστεί κάποιος παρόν όταν χρειάζεται.
Παράδειγμα: Deberías dar la cara por lo que hiciste. (Θα έπρεπε να αναλάβεις την ευθύνη για αυτό που έκανες.)
Dar gato por liebre: Να δώσει κάποιος κάτι χειρότερο από αυτό που υποσχέθηκε.
Παράδειγμα: No me van a dar gato por liebre con esta oferta. (Δεν θα με γελάσουν με αυτή την προσφορά.)
Dar palo y zanahoria: Να υιοθετεί κανείς εναλλακτικές προσεγγίσεις.
Το ισπανικό ρήμα "dar" προέρχεται από το λατινικό ρήμα "dare".
Συνώνυμα: - entregar (παραδίνω) - proporcionar (παρέχω)
Αντώνυμα: - recibir (λαμβάνω) - quitar (αφαιρώ)