Η φράση "dar de baja" είναι ρήμα.
/dar ðe ˈβaxa/
Η φράση "dar de baja" χρησιμοποιείται γενικά για να δηλώσει την αφαίρεση ή την ακύρωση κάποιου που είναι εγγεγραμμένο, όπως μια υπηρεσία, μια συνδρομή ή ένα όχημα. Χρησιμοποιείται σε διάφορους τομείς, όπως στον τομέα των υπηρεσιών, της νομικής και της στρατιωτικής. Η συχνότητα χρήσης είναι υψηλή και η φράση απαντάται κυρίως στον προφορικό λόγο.
Πρέπει να ακυρώσω τη συνδρομή μου στο περιοδικό.
Ella decidió dar de baja el coche porque ya no lo usaba.
Η φράση "dar de baja" χρησιμοποιείται σε μερικές ιδιωματικές εκφράσεις όπως:
Να ακυρώσω μια υπηρεσία που δεν χρησιμοποιώ.
Es común dar de baja a un empleado por razones económicas.
Είναι συνηθισμένο να αποσύρετε έναν υπάλληλο για οικονομικούς λόγους.
Después de la mudanza, tuve que dar de baja el servicio de internet.
Η φράση προέρχεται από τους ισπανικούς όρους "dar" που σημαίνει "να δίνω" και "baja", το οποίο υποδηλώνει "χαμηλό" ή "κάτω". Συνδυάζονται για να δηλώσουν την έννοια της αφαίρεσης ή της υποβάθμισης.
Συνώνυμα: - Anular (να ακυρώσετε) - Cancelar (να ακυρώσετε) - Descartar (να απορρίψετε)
Αντώνυμα: - Dar de alta (να εγγράψετε) - Inscribir (να εγγραφείτε) - Mantener (να διατηρήσετε)