"dar guerra" είναι μια φράση που χρησιμοποιείται κυρίως ως ρήμα.
/dar ɡeˈra/
Η φράση "dar guerra" μπορεί να σημαίνει κυριολεκτικά "να δώσω πόλεμο", αλλά χρησιμοποιείται κυρίως σε μεταφορικό επίπεδο για να δηλώσει την πρόθεση ή την κατάσταση κάποιου να προκαλέσει αντιπαράθεση, διαμάχες ή προβλήματα. Είναι πιο συχνά χρησιμοποιούμενη στον προφορικό λόγο, όπου οι Ισπανοί λένε ότι κάποιος "da guerra" όταν είναι υποβλητικός, δημιουργεί εντάσεις ή εκδηλώνει επιθετικότητα.
Αυτός πάντα δημιουργεί προβλήματα στις συναντήσεις.
No quiero dar guerra, solo quiero que todo esté en calma.
Η φράση "dar guerra" συχνά χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που δείχνουν σύγκρουση ή ένταση.
Μην με κάνεις να δημιουργήσω προβλήματα, παρακαλώ.
Si sigues así, te voy a dar guerra.
Αν συνεχίσεις έτσι, θα σου προκαλέσω προβλήματα.
En el trabajo, a veces hay que dar guerra para que te escuchen.
Στη δουλειά, μερικές φορές πρέπει να δημιουργήσεις προβλήματα για να σε ακούσουν.
Siempre da guerra cuando no le gusta algo.
Πάντα προκαλεί προβλήματα όταν δεν του αρέσει κάτι.
Dar guerra es su forma de llamar la atención.
Το να προκαλεί προβλήματα είναι ο τρόπος του να τραβάει την προσοχή.
El niño no para de dar guerra en clase.
Η φράση "dar guerra" προέρχεται από τη σύνθεση του ρήματος "dar", που σημαίνει "να δώσω", και της λέξης "guerra", που σημαίνει "πόλεμος". Έτσι, η φράση μπορεί να ερμηνευτεί ως “να προκαλέσω πόλεμο” ή “να δώσω μάχη”.
Συνώνυμα: - provocar conflictos (να προκαλέσω συγκρούσεις) - causar problemas (να προκαλέσω προβλήματα)
Αντώνυμα: - hacer paz (να κάνω ειρήνη) - resolver conflictos (να επιλύσω συγκρούσεις)