Η φράση "dar la cara" είναι μια ισπανική ιδιωματική έκφραση που λειτουργεί ως ρήμα.
/dar la ˈkaɾa/
Η φράση "dar la cara" σημαίνει να αντιμετωπίζεις μια κατάσταση ή ένα πρόβλημα με θάρρος, αναλαμβάνοντας την ευθύνη για τις πράξεις σου. Χρησιμοποιείται συχνά σε περιπτώσεις όπου κάποιος πρέπει να παραδεχτεί ένα λάθος ή να αντιμετωπίσει τις συνέπειες των πράξεών του. Στα ισπανικά, χρησιμοποιείται συνήθως σε ανεπίσημες συζητήσεις και προφορικό λόγο, αν και μπορεί επίσης να εμφανίζεται και σε γραπτό πλαίσιο. Η φράση είναι αρκετά συχνή και κατανοητή σε καθημερινές συζητήσεις.
Είναι σημαντικό να αντιμετωπείς τις συνέπειες όταν κάνεις ένα λάθος.
Si quieres ganar el respeto de los demás, debes dar la cara en las dificultades.
Αν θέλεις να κερδίσεις τον σεβασμό των άλλων, πρέπει να αντιμετωπίσεις τις δυσκολίες.
Siempre es mejor dar la cara y no esconderse detrás de excusas.
Η φράση "dar la cara" χρησιμοποιείται σε πολυάριθμες ιδιωματικές εκφράσεις. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα που δείχνουν τη χρήση της:
Δεν μπορώ να αναλάβω την ευθύνη γι' αυτόν, δεν εμπιστεύομαι τις αποφάσεις του.
En la vida hay que dar la cara y no esconderse.
Στη ζωή πρέπει να αντιμετωπίζεις τα πράγματα και να μην κρύβεσαι.
Si haces algo malo, lo mejor es dar la cara y pedir disculpas.
Αν κάνεις κάτι κακό, το καλύτερο είναι να αναλάβεις την ευθύνη και να ζητήσεις συγγνώμη.
Siempre deberías dar la cara ante tus amigos cuando hay problemas.
Πάντα θα πρέπει να αναλαμβάνεις την ευθύνη απέναντι στους φίλους σου όταν υπάρχουν προβλήματα.
A veces hay que dar la cara, aunque sea difícil.
Η φράση "dar la cara" προέρχεται από τον όρο "dar", που σημαίνει "να δώσεις", και "cara", που σημαίνει "πρόσωπο". Η σύνθεση αυτή υποδηλώνει την έννοια της παρουσίασης του προσώπου σου, δηλαδή την ανάληψη της ευθύνης ή της αντιμετώπισης δύσκολων καταστάσεων.
Συνώνυμα: - Asumir (να αναλάβεις) - Enfrentar (να αντιμετωπίσεις)
Αντώνυμα: - Esconderse (να κρύβεσαι) - Evitar (να αποφεύγεις)