Η φράση "dar la mano" είναι μια ρήση και χρησιμοποιείται ως ρήμα.
/dar la 'mano/
"dar la mano" μεταφράζεται στα Ελληνικά ως "δώσ' μου το χέρι" ή "δίνω το χέρι".
Η φράση "dar la mano" σημαίνει κυριολεκτικά "να δώσεις το χέρι", και χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει μια χειρονομία υποστήριξης, ευγένειας ή φιλίας. Είναι κοινή σε κοινωνικές αλληλεπιδράσεις όπου οι άνθρωποι προσφέρουν βοήθεια ή επιθυμούν να υποδείξουν την αλληλεγγύη τους σε κάποιον άλλο.
Η φράση χρησιμοποιείται συχνά στον προφορικό λόγο, αν και μπορεί να εμφανίζεται και σε γραπτό κείμενο. Η συχνότητα χρήσης της είναι μέτρια έως υψηλή, ιδιαίτερα σε φιλικές ή ανεπίσημες καταστάσεις.
"Si necesitas ayuda, estoy aquí para dar la mano."
"Αν χρειάζεσαι βοήθεια, είμαι εδώ για να δώσω το χέρι."
"En tiempos difíciles, es importante dar la mano a los demás."
"Σε δύσκολες εποχές, είναι σημαντικό να δίνουμε το χέρι στους άλλους."
"Siempre debes dar la mano a quien lo necesite."
"Πάντα πρέπει να δίνεις το χέρι σε όποιον το χρειάζεται."
Η φράση "dar la mano" χρησιμοποιείται και σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με την υποστήριξη και την αλληλεγγύη.
"Dar la mano a un amigo en apuros."
"Να δώσεις το χέρι σε ένα φίλο σε ανάγκη."
"No dudes en dar la mano a quien lo necesite."
"Μην διστάσεις να δώσεις το χέρι σε όποιον το χρειάζεται."
"En nuestra comunidad, siempre estamos dispuestos a dar la mano."
"Στην κοινότητά μας, πάντα είμαστε έτοιμοι να δώσουμε το χέρι."
"Dar la mano en lugar de cerrar la puerta."
"Να δίνεις το χέρι αντί να κλείνεις την πόρτα."
Η φράση "dar la mano" προέρχεται από τα Ισπανικά, όπου το "dar" σημαίνει "δώσω" και "mano" σημαίνει "χέρι". Ουσιαστικά, συνδυάζει μια ενέργεια του δόσιμου και της σωματικής κίνησης.
Συνώνυμα:
- "Prestar ayuda" (παρέχω βοήθεια)
- "Ayudar" (βοηθάω)
Αντώνυμα:
- "Retirar la mano" (να αποσύρεις το χέρι)
- "Negar la ayuda" (να αρνηθείς τη βοήθεια)
Αυτοί οι όροι και φράσεις μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε παρόμοια συμφραζόμενα με διαφορετικές αποχρώσεις.