Η φράση "dar miedo" είναι ένα ρήμα που σημαίνει "να προκαλεί φόβο".
/dar ˈmje.ðo/
Η φράση "dar miedo" χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να περιγράψει κάτι που προκαλεί φόβο ή έντονη ανησυχία. Χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στο γραπτό λόγο, αν και μπορεί να είναι πιο συχνή σε καθημερινές συνομιλίες ή αφηγήσεις που περιλαμβάνουν στοιχεία τρόμου ή ανησυχίας.
La película que vimos anoche me dio miedo.
(Η ταινία που είδαμε χθες το βράδυ μου προκάλεσε φόβο.)
No quiero ir solo al bosque, da miedo.
(Δεν θέλω να πάω μόνος μου στο δάσος, προκαλεί φόβο.)
Las historias de fantasmas siempre me dan miedo.
(Οι ιστορίες με φαντάσματα πάντα μου προκαλούν φόβο.)
Η φράση "dar miedo" είναι συχνά μέρος άλλων ιδιωματικών εκφράσεων και μπορεί να χρησιμοποιηθεί με τρόπο που να τονίζει τον φόβο ή την ανησυχία.
El ruido en la casa le dio miedo a los niños.
(Ο θόρυβος στο σπίτι προκάλεσε φόβο στα παιδιά.)
Dar miedo de pensar en algo
(Να τρομάζεις με την σκέψη κάποιου πράγματος)
Solo de pensar en los exámenes finales me da miedo.
(Μόνο η σκέψη για τις τελικές εξετάσεις με τρομάζει.)
Dar miedo a la muerte
(Να προκαλεί φόβο για τον θάνατο)
Η λέξη "dar" προέρχεται από το λατινικό "dare", που σημαίνει να δίνεις, ενώ η λέξη "miedo" προέρχεται από το λατινικό "metus", που σημαίνει φόβος ή ανησυχία. Στην Ισπανική γλώσσα, οι εκφράσεις που χρησιμοποιούν αυτές τις λέξεις συνδυάζουν την έννοια του να προσφέρεις ή να προκαλείς ένα συναίσθημα.