Η φράση "dar pena" είναι μια ρήση που περιλαμβάνει το ρήμα "dar" (να δίνω) και το ουσιαστικό "pena" (λύπη ή ντροπή).
/dar ˈpe.na/
Η φράση "dar pena" χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να εκφράσει ότι κάτι προκαλεί αίσθημα ντροπής ή λύπης. Είναι κοινώς χρησιμοποιούμενη στον προφορικό λόγο, αλλά μπορεί επίσης να εμφανίζεται σε γραπτό κείμενο. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει καταστάσεις ή ανθρώπους που προκαλούν συμπάθεια ή θλίψη.
Η φράση είναι συχνά χρησιμοποιούμενη τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και μπορεί να είναι πιο συνηθισμένη στην καθημερινή συνομιλία και σε πιο ανεπίσημα περιβάλλοντα.
"Μου προκαλεί λύπη να βλέπω αυτό το άτομο μόνο."
"Dar pena no significa que no debas ayudar."
"Το να προκαλείς ντροπή δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να βοηθήσεις."
"Es triste dar pena a los demás."
Η φράση "dar pena" εμφανίζεται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα. Ορισμένες από αυτές περιλαμβάνουν:
"Είναι δύσκολο να βλέπεις τη συμπεριφορά του και να μη νιώθεις ντροπή για αυτόν."
"No quiero dar pena."
"Δεν θέλω να προκαλέσω λύπη, γι' αυτό θα προσπαθήσω να χαμογελώ περισσότερο."
"Dar pena porque no sabe."