Η λέξη "voto" είναι ουσιαστικό στην ισπανική γλώσσα.
Φωνητική μεταγραφή: /ˈboto/
Η λέξη "voto" χρησιμοποιείται συχνά στα ισπανικά για να αναφερθεί στην ψήφο που καταγράφει την προτίμηση ή την υποστήριξη ενός ατόμου.
Στα ισπανικά, η λέξη "voto" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, όπως: - Dar voto de confianza: Δίνω την ψήφο της εμπιστοσύνης. - Voto secreto: Μυστική ψήφος - Voto a mano alzada: Ψηφοφορία με ψηφοφόρους να ψηφίζουν ανασηκώνοντας το χέρι.
Η λέξη "voto" προέρχεται από το λατινικό ρήμα "votare", που σημαίνει "ψηφίζω" ή "δηλώνω ψήφο".