dar voto de... - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

dar voto de... (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "voto" είναι ουσιαστικό στην ισπανική γλώσσα.

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή: /ˈboto/

Χρήση στα Ισπανικά

Η λέξη "voto" χρησιμοποιείται συχνά στα ισπανικά για να αναφερθεί στην ψήφο που καταγράφει την προτίμηση ή την υποστήριξη ενός ατόμου.

Παραδειγματικές Προτάσεις

  1. Ella dio su voto de confianza al nuevo líder del partido. (Έδωσε την ψήφο εμπιστοσύνης της στον νέο ηγέτη του κόμματος.)
  2. Fue unánime el voto de aprobación por parte de todos los miembros. (Ήταν ομόφωνη η ψήφος έγκρισης από όλα τα μέλη.)

Ιδιωματικές Εκφράσεις

Στα ισπανικά, η λέξη "voto" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, όπως: - Dar voto de confianza: Δίνω την ψήφο της εμπιστοσύνης. - Voto secreto: Μυστική ψήφος - Voto a mano alzada: Ψηφοφορία με ψηφοφόρους να ψηφίζουν ανασηκώνοντας το χέρι.

Ετυμολογία

Η λέξη "voto" προέρχεται από το λατινικό ρήμα "votare", που σημαίνει "ψηφίζω" ή "δηλώνω ψήφο".

Συνώνυμα και Αντώνυμα