Φράση (ρήμα).
/ˈdaɾ.se a βeɾ/
Η φράση "darse a ver" χρησιμοποιείται για να εκφράσει την ιδέα ότι κάτι γίνεται αντιληπτό ή εμφανίζεται. Συνήθως χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι μία κατάσταση, πάθηση ή χαρακτηριστικό είναι ορατό ή φανερό. Η φράση μπορεί να χρησιμοποιηθεί εξίσου στον προφορικό και γραπτό λόγο, αλλά είναι πιο κοινή σε καθημερινές συνομιλίες και λιγότερο στα επίσημα κείμενα.
El problema se da a ver cuando miras más de cerca.
(Το πρόβλημα φαίνεται όταν κοιτάς πιο κοντά.)
Su talento se da a ver en cada actuación.
(Το ταλέντο της γίνεται αντιληπτό σε κάθε παράσταση.)
Cuando hay tensión, eso se da a ver en el ambiente.
(Όταν υπάρχει ένταση, αυτό γίνεται αντιληπτό στο περιβάλλον.)
Η φράση "darse a ver" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ειδικές ποικιλίες ιδιωματικών εκφράσεων, όμως υπάρχουν παραδείγματα όπου η έννοιά της μπορεί να ενσωματωθεί σε φράσεις για να βεβαιώσει ότι κάτι είναι ορατό ή προφανές:
1. No hay que esforzarse; la verdad se da a ver por sí sola.
(Δεν χρειάζεται να προσπαθήσεις, η αλήθεια είναι φανερή από μόνη της.)
A veces es mejor que las cosas se den a ver poco a poco.
(Κάποιες φορές είναι καλύτερο τα πράγματα να γίνονται αντιληπτά σταδιακά.)
En el amor, los sentimientos se dan a ver con el tiempo.
(Στον έρωτα, τα συναισθήματα γίνονται αντιληπτά με το χρόνο.)
Η φράση "darse a ver" προέρχεται από το Ισπανικό ρήμα "dar" (να δίνω) και τη λέξη "ver" (να βλέπω). Συνδυάζοντας αυτές τις έννοιες, η φράση αποτυπώνει την ιδέα του να "δοθεί στη θέα" ή να "φύγει από το βλέμμα του άλλου".
Συνώνυμα:
- mostrarse (να εμφανίζεται)
- hacerse evidente (να γίνεται προφανές)
Αντώνυμα:
- ocultarse (να κρύβεται)
- pasar desapercibido (να περνάει απαρατήρητο)