Η φράση "darse de cabezadas" αναφέρεται στην πράξη να κοιμάσαι ή να νυστάζεις, συχνά σε μια κάπως ανώδυνη ή μάλλον φυσική στάση. Χρησιμοποιείται κοινώς στο προφορικό και γραπτό λόγο, ειδικά όταν γίνεται αναφορά σε καταστάσεις όπου κάποιος είναι κουρασμένος και αποκοιμιέται προσωρινά.
Η συχνότητα χρήσης της είναι μέτρια, και συνήθως υποδηλώνει την έννοια του να κοιμάσαι σύντομα ή να νυστάζεις.
Μετάφραση: "Ο καθηγητής κοιμόταν ενώ εξηγούσε το μάθημα."
Δηλώνω: "Después de comer, me gusta darme de cabezadas en el sofá."
Μετάφραση: "Μετά το φαγητό, μου αρέσει να κοιμάμαι για λίγο στον καναπέ."
Δηλώνω: "Ella se dio de cabezadas durante la película."
Η φράση "darse de cabezadas" εμφανίζεται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, οι οποίες περιλαμβάνουν:
Μετάφραση: "Δεν μπορώ να αποφύγω να κοιμηθώ στην τάξη."
"A veces me sorprendo dándome de cabezadas en el trabajo."
Μετάφραση: "Μερικές φορές με πιάνω να κοιμάμαι στη δουλειά."
"Si no descanso, me daré de cabezadas en el autobús."
Μετάφραση: "Αν δεν ξεκουραστώ, θα κοιμηθώ στο λεωφορείο."
"Durante la cena, mis amigos comenzaron a darse de cabezadas."
Η φράση προέρχεται από το ρήμα "dar", που σημαίνει "να δίνω", και "cabezadas", το οποίο είναι το υποκοριστικό του "cabeza" (κεφάλι). Ο συνδυασμός δηλώνει σαν να "δίνεις" το κεφάλι στον ύπνο ή να το "ρίχνεις" προς τα εμπρός, υποδεικνύοντας μία ελαφριά κατάσταση υπνηλίας.