Μέρος του λόγου: Έκφραση
Φωνητική μεταγραφή: /ˈdar.se un poˈraθo/
Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό: να πέσει κάποιος, να χτυπηθεί
Σημασία: Η έκφραση "darse un porrazo" χρησιμοποιείται στην ισπανική γλώσσα όταν κάποιος πέφτει ή χτυπιέται απότομα.
Παραδειγματικές προτάσεις: 1. Se dio un porrazo muy fuerte en la calle. (Έπεσε πολύ δυνατά στο δρόμο.) 2. Tomás se dio un porrazo al tropezar con la mesa. (Ο Τόμας χτύπησε όταν σκόνταψε στο τραπέζι.)
Χρήση στην Ισπανική Γλώσσα: Η έκφραση αυτή χρησιμοποιείται συχνά στον προφορικό λόγο για να περιγράψει ένα ξαφνικό πτώση ή χτύπημα.
Ετυμολογία: Η λέξη "porrazo" προέρχεται από το ρήμα "porrazar" που σημαίνει "χτυπώ με δύναμη".
Συνώνυμα: caerse, tropezar, golpearse
Αντώνυμα: levantarse, mantenerse en pie