«Datar» είναι ρήμα.
/dá.taɾ/
Η λέξη «datar» χρησιμοποιείται στην ισπανική γλώσσα για να σημαίνει την ενέργεια της προσθήκης μιας ημερομηνίας σε ένα έγγραφο ή ένα γεγονός, συχνά στο πλαίσιο της λογιστικής, της διοίκησης ή της νομικής περιβάλλουσας. Είναι μια λέξη που χρησιμοποιείται συχνά σε γραπτό κείμενο, αλλά μπορεί να συναντηθεί και στον προφορικό λόγο.
Αυτή η λέξη χρησιμοποιείται περισσότερο σε επαγγελματικά και διοικητικά πλαίσια, καθιστώντας την πιο συχνή στο γραπτό κείμενο.
Είναι σημαντικό να ημερομηνία όλα τα έγγραφα.
Necesitamos datar el contrato antes de firmarlo.
Χρειαζόμαστε να ημερομηνία το συμβόλαιο πριν το υπογράψουμε.
El gerente pidió a su asistente que datara las facturas.
Η λέξη "datar" δεν έχει πολλές ιδιωματικές εκφράσεις γύρω της, αλλά εδώ είναι μερικές προτάσεις που δείχνουν τη χρήση της σε διαφορετικά συμφραζόμενα:
Είναι απαραίτητο να ημερομηνία με ακρίβεια όλες τις αναφορές.
Datar correctamente los eventos es fundamental para el registro.
Η σωστή ημερομηνία των γεγονότων είναι θεμελιώδης για την καταγραφή.
Al datar un documento, se garantiza su validez legal.
Με την ημερομηνία ενός εγγράφου διασφαλίζεται η νομική του εγκυρότητα.
Datar las reuniones ayuda a mantener el orden en la agenda.
Η ημερομηνία των συναντήσεων βοηθά στη διατήρηση της τάξης στην ατζέντα.
Es importante datar las comunicaciones para referencia futura.
Η λέξη «datar» προέρχεται από το λατινικό «datare», που σημαίνει "να δώσει ημερομηνία". Η ρίζα «dato-» σχετίζεται με την έννοια της παροχής ή παράδοσης.