Η λέξη "dato" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "dato" στα ισπανικά είναι /ˈdato/.
Η λέξη "dato" μεταφράζεται στα ελληνικά ως: - δεδομένο - στοιχείο - πληροφορία
Η λέξη "dato" αναφέρεται σε μια πληροφορία ή ένα στοιχείο που χρησιμοποιείται για την υποστήριξη μιας δήλωσης ή για την ανάλυση μιας κατάστασης. Στη γλώσσα των μαθηματικών ή της στατιστικής, το "dato" μπορεί να αναφέρεται σε αριθμητικές τιμές ή μετρήσεις. Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι υψηλή, και χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
Στον προφορικό λόγο, μπορεί κανείς να ακούσει τη λέξη συχνά σε συζητήσεις για δεδομένα, πληροφορίες ή στατιστικές.
"Χρειαζόμαστε περισσότερα δεδομένα για να πάρουμε μια ενημερωμένη απόφαση."
"Los datos recopilados muestran una tendencia creciente."
"Τα συλλεγόμενα δεδομένα δείχνουν μια αυξανόμενη τάση."
"Cada dato cuenta a la hora de analizar la situación."
Η λέξη "dato" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
"Είναι ένα περίεργο δεδομένο."
"No dejes de lado los datos importantes."
"Μην παραλείπεις τα σημαντικά δεδομένα."
"A veces los datos dicen más que las palabras."
"Μερικές φορές τα δεδομένα λένε περισσότερα από τα λόγια."
"El dato que aportaste fue fundamental."
"Το δεδομένο που πρόσφερες ήταν καθοριστικό."
"Los datos no mienten."
"Τα δεδομένα δεν ψεύδονται."
"Es un dato que no se puede ignorar."
"Είναι ένα δεδομένο που δεν μπορεί να αγνοηθεί."
"Tal dato puede cambiar nuestra perspectiva."
"Ένα τέτοιο δεδομένο μπορεί να αλλάξει την προοπτική μας."
"Hay que revisar los datos antes de sacar conclusiones."
Η λέξη "dato" προέρχεται από το ρήμα "dar" (να δίνω) και στα λατινικά είχε τη μορφή "datum", που σημαίνει "δοσμένο" ή "παραδωθέν".