Η φράση "de acero" λειτουργεί ως επιθετικός προσδιορισμός. Το "acero" είναι ουσιαστικό και σημαίνει "ατσάλι".
/d̪e aˈθeɾo/ (σε ισπανική προφορά, η οποία μπορεί να διαφέρει με βάση την ισπανική διάλεκτο).
Η φράση "de acero" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι κατασκευασμένο από ατσάλι, το οποίο είναι ένα ισχυρό και ανθεκτικό μέταλλο. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή, καθώς χρησιμοποιείται σε πολλά πεδία, όπως η κατασκευή, η μηχανική και η αρχιτεκτονική. Χρησιμοποιείται κυρίως στο γραπτό πλαίσιο, αλλά μπορεί να συναντηθεί και στον προφορικό λόγο.
La puerta es de acero.
Η πόρτα είναι από ατσάλι.
Los muebles de jardín son de acero inoxidable.
Τα έπιπλα του κήπου είναι από ανοξείδωτο ατσάλι.
Las herramientas de la fábrica son de acero.
Τα εργαλεία του εργοστασίου είναι από ατσάλι.
Η φράση "de acero" δεν είναι πολύ διαδεδομένη ως μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε εκφράσεις που αναφέρονται στη δύναμη ή στην αντοχή.
Tiene una voluntad de acero.
Έχει θέληση από ατσάλι. (Σημαίνει ότι έχει πολύ δυνατή θέληση)
El carácter de acero que tiene lo ayuda a superar los retos.
Ο χαρακτήρας από ατσάλι που έχει τον βοηθά να ξεπερνά τις προκλήσεις.
Su determinación es de acero en tiempos difíciles.
Η αποφασιστικότητά του είναι από ατσάλι σε δύσκολες εποχές.
Η λέξη "acero" έχει τις ρίζες της στη Λατινική λέξη "acārium", που αναφερόταν σε σκληρό μέταλλο. Το "de" είναι μια προθετική λέξη που σημαίνει "από" ή "του".