de asiento - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

de asiento (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η φράση "de asiento" λειτουργεί ως προθετική φράση (préposición + sustantivo) στη γλώσσα Ισπανικά.

Φωνητική μεταγραφή

[de aˈsjento]

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και χρήση

Η φράση "de asiento" χρησιμοποιείται κυρίως για να αναφέρεται σε κάτι που σχετίζεται με μια θέση ή μια κατάσταση. Στις περισσότερες περιπτώσεις, αφορά την ιδέα της υποστήριξης ή της σταθερής βάσης. Η χρήση της είναι πιο συχνή σε γραπτά κείμενα, αλλά μπορεί να εμφανιστεί και στον προφορικό λόγο.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. "Me siento más cómodo de asiento en la silla nueva."
  2. "Νιώθω πιο άνετα από θέση στην καινούρια καρέκλα."

  3. "El coche tiene buenos sistemas de asiento para mayor comodidad."

  4. "Το αυτοκίνητο έχει καλά συστήματα θέσης για μεγαλύτερη άνεση."

  5. "Es importante saber de asiento los requisitos para el examen."

  6. "Είναι σημαντικό να γνωρίζεις από θέση τις απαιτήσεις για την εξέταση."

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η φράση "de asiento" εμφανίζεται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις και αλληγορίες στη γλώσσα Ισπανικά.

  1. "Estar de asiento en la vida."
  2. "Να είσαι σε θέση στη ζωή."
  3. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που έχει σταθερή ή σίγουρη θέση στη ζωή του.

  4. "No está de asiento."

  5. "Δεν είναι σε θέση."
  6. Συχνά αναφέρεται σε κάποιον που δεν είναι σταθερός ή σίγουρος για τις αποφάσεις του.

  7. "De asiento y conciencia."

  8. "Από θέση και συνείδηση."
  9. Χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει ότι κάποιος ενεργεί με γνώμονα την ηθική ή τη σωστή σκέψη.

  10. "Tomar las decisiones de asiento."

  11. "Να παίρνεις τις αποφάσεις από θέση."
  12. Αναφέρεται στην ικανότητα κάποιου να παίρνει σωστές ή λογικές αποφάσεις.

Ετυμολογία

Η φράση "de asiento" προέρχεται από το ισπανικό "asiento", το οποίο προέρχεται από το ρημα "asentar", που σημαίνει να τοποθετείς ή να καθορίζεις μια θέση.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - de posición (από θέση) - de base (ως βάση)

Αντώνυμα: - de pie (σε όρθια θέση) - inestable (όχι σταθερός)



23-07-2024