Η φράση "de buena fe" είναι μια προθετική έκφραση (locución preposicional) που χρησιμοποιείται ως επιρρηματική φράση.
Η φωνητική μεταγραφή της φράσης "de buena fe" είναι:
/de ˈbwe.na fe/
Η φράση "de buena fe" μεταφράζεται στα Ελληνικά ως "εν καλόπιστη πρόθεση" ή "καλή πίστη".
Η φράση "de buena fe" αναφέρεται σε ενέργειες ή προθέσεις που γίνονται με καλή πίστη, χωρίς δόλο ή κακή πρόθεση. Χρησιμοποιείται συχνά στη νομική γλώσσα για να δηλώσει ότι ένα άτομο ενεργεί με ειλικρίνεια και χωρίς πρόθεση να βλάψει ή να παραπλανήσει κάποιον άλλο. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, κυρίως σε νομικά κείμενα και συμβάσεις.
El contrato fue firmado de buena fe por ambas partes.
(Η σύμβαση υπογράφηκε εν καλόπιστη πρόθεση από τα δύο μέρη.)
Actuamos de buena fe, esperando que las condiciones mejoren.
(Ενεργούμε με καλή πίστη, περιμένοντας ότι οι συνθήκες θα βελτιωθούν.)
Η φράση "de buena fe" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά.
Trabajar de buena fe en el proyecto.
(Δουλεύω εν καλόπιστη πρόθεση στο έργο.)
Hicieron el trato de buena fe, pero no se cumplió.
(Έκαναν τη συμφωνία με καλή πίστη, αλλά δεν τηρήθηκε.)
El juez evaluó los documentos de buena fe.
(Ο δικαστής αξιολόγησε τα έγγραφα εν καλόπιστη πρόθεση.)
Siempre debemos actuar de buena fe en nuestras relaciones.
(Πάντα πρέπει να ενεργούμε με καλή πίστη στις σχέσεις μας.)
Η φράση "de buena fe" προέρχεται από τις ισπανικές λέξεις "buena" (καλή) και "fe" (πίστη), που συνδυάζονται για να δηλώσουν την έννοια της καλής πίστης.
Αυτή η φράση είναι κρίσιμη στην κατανόηση των νομικών και κοινωνικών σχέσεων, καθορίζοντας τη βάση της εμπιστοσύνης και της συνεργασίας μεταξύ των ανθρώπων.