Η φράση "de buena ley" είναι μια έκφραση που χρησιμοποιείται ως επιρρηματική φράση στα ισπανικά.
/ðe ˈbwe.na ˈlei/
Η φράση "de buena ley" σημαίνει ότι κάτι γίνεται με νόμιμο και σωστό τρόπο. Χρησιμοποιείται συχνά για να υποδηλώσει ότι μια πράξη ή διαδικασία είναι σύμφωνη με τη δικαιοσύνη ή τις νόμιμες πρακτικές. Η χρήση της είναι πιο συχνή στον γραπτό λόγο, αν και ενδέχεται να χρησιμοποιείται και στον προφορικό λόγο.
Es un contrato de buena ley y ambos lo firmaron.
(Είναι μια σύμβαση κατά τον νόμο και οι δύο την υπέγραψαν.)
El juez tomó una decisión de buena ley.
(Ο δικαστής πήρε μια απόφαση σύμφωνα με τη νόμιμη διαδικασία.)
Todo lo que hicimos fue de buena ley.
(Ό,τι κάναμε ήταν απολύτως νόμιμο.)
Η φράση "de buena ley" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις. Ακολουθούν μερικά παραδείγματα:
Hicieron las cosas de buena ley desde el principio.
(Έκαναν τα πράγματα κατά τον νόμο από την αρχή.)
Su comportamiento es de buena ley, siempre actuando con justicia.
(Η συμπεριφορά του είναι σύμφωνη με τον νόμο, πάντα ενεργώντας με δικαιοσύνη.)
La empresa opera de buena ley, cumpliendo con todas las regulaciones.
(Η εταιρεία λειτουργεί σύμφωνα με τον νόμο, πληρώντας όλες τις κανονιστικές διατάξεις.)
Si se presenta un problema, lo resolveremos de buena ley.
(Αν παρουσιαστεί κάποιο πρόβλημα, θα το λύσουμε νόμιμα.)
El proyecto fue aprobado de buena ley, sin irregularidades.
(Το έργο εγκρίθηκε κατά τον νόμο, χωρίς παρατυπίες.)
Actuó de buena ley cuando decidió ayudar a los necesitados.
(Ενήργησε νόμιμα όταν αποφάσισε να βοηθήσει τους ανάγκης.)
Confío en que harán el trabajo de buena ley.
(Εμπιστεύομαι ότι θα κάνουν τη δουλειά σύμφωνα με τους κανονισμούς.)
Η φράση "de buena ley" προέρχεται από τα ισπανικά "buena" (καλή) και "ley" (νόμος), συνδυάζοντας την έννοια της καλής ή σωστής εφαρμογής του νόμου.