Η φράση "de derecho" λειτουργεί ως προσδιορισμός (προθέσεις + ουσιαστικά) και μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη σύνθεση εννοιών σχετικών με τον τομέα του δικαίου.
[dɛ deɾeχo]
Η φράση "de derecho" στα Ισπανικά χρησιμοποιείται συνήθως για να υποδηλώσει κάτι που συμβαδίζει με τον νόμο ή κάτι που συμβαδίζει με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που προβλέπονται από το νομικό σύστημα. Δηλώνει ότι κάτι γίνεται νομότυπα ή ότι υπάρχει μια νομική βάση σε μία δράση ή απόφαση.
Η φράση "de derecho" χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτά και επίσημα κείμενα, αν και μπορεί επίσης να εμφανιστεί σε συνομιλίες στον τομέα του δικαίου. Η συχνότητα χρήσης της είναι αρκετά υψηλή στα νομικά κείμενα, καθώς και σε επαγγελματικούς και ακαδημαϊκούς κύκλους.
La propiedad fue adquirida de derecho.
(Η απόκτηση της περιουσίας ήταν νόμιμη.)
Es importante actuar de derecho en todas las transacciones comerciales.
(Είναι σημαντικό να δρουν νόμιμα σε όλες τις εμπορικές συναλλαγές.)
Η φράση "de derecho" χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, όπως οι εξής:
De derecho y de revés
(Νόμιμα και μη.)
Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάτι γίνεται σωστά και με σαφήνεια, σε αντίθεση με το να είναι και μη σωστό.
De derecho a la defensa
(Δικαίωμα στην υπεράσπιση.)
Χρησιμοποιείται στον τομέα του ποινικού δικαίου για να δηλώσει το δικαίωμα του κατηγορουμένου να έχει νομική υπεράσπιση.
Actuar de derecho
(Δρω νόμιμα.)
Αναφέρεται στη δράση που είναι σύμφωνη με το νόμο και τα δικαιώματα των ατόμων ή του κράτους.
Η φράση "de derecho" προέρχεται από τη λατινική λέξη "directus", που σημαίνει «ευθύς» ή «σύμφωνα με το νόμο». Συνδέεται με την έννοια της ορθότητας, της κανονικότητας και της νομιμότητας.